United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φέτο, οπού δεν είδαμαν εκκλησιά ούτε για φαΐ μας πήγαινε ο νους, ακαρτερώντας την νύχτ' απ' ώραώρα το σήμαντρο και τον κράχτη. Κι' από την αγρύπνια αύτη μας εγένονταν αγγλέουρας το φαΐ μέσα και κάθε χαψιά έπεφτε σαν μολύβι βαριά στο στομάχι μας. Άξαφνα, μέσ' στο φαΐ απάνου, έν απέραντο και δυνατό σημανταριό ανατάραξεν όλην την πόλη μας.

Ζέστη γλυκειά μας μαλάκονε όλους τριγύρω. — Μπέλικο κυνήγι, φέτο, έλεε ο ψαράς. Προχτές πέρασαν από δω πεντέξη. Κάθησαν όλη την ημέρα· βάρεσαν κάμποσες μπεκάτσες στο λόγκο και χτες πήραν ένα μονόξυλο και τράβηξαν μέσα στο πέλαγο για παπιά και φαλαρίδες. Από χτες, και δε γύρισαν ακόμα... — Τότε θα τράβηξαν από την άλλη στεριά, είπε ο δούλος του συντρόφου μου.

Είταν χαρούμενος ο χωρικός, η εσοδεία φέτο πήγαινε καλά, ο καιρός τη σιγουντάριζε πολύ, τ' αλώνι του γέμιζε από διαλεχτό πράμμα· λίγες μέρες ακόμα θ' αποτρυγούσαν, θα λιάζουνταν το πράμμα, θα το κουβαλούσε στην πόλη, θα το πωλούσε τέλος, θα ξέβγαινε απ' τα βάσανα. Και πόσα βάσανα!

Δυο βγάζ' η φάρα τους, και συζητούσαν ποιους θα προτιμούσαν. Κι' ανάφερναν ονόματα, Γάκης Σούλτης, Λάμπης Γκιτρίμης, Κώστας Μάκης, Μήτρος Νίκας. Κατόπι πέσαν 'ςτών χειμαδιών το ζήτημα. Πού θα να ξεχείμαζαν φέτο, 'ςτής Άρτας ή 'ςτής Πρέβεζας τον κάμπο. Κι αράδιαζαν ονομασίες χειμαδιών, Κάμπος, Μαμτσαούση, Γρεμενίτσα, Λούρος, Λάμαρη, Τρανταφυλλιά, Φραξίλα, Παλιουρόφορο, Παλιόκαστρο, Πούντα.

Η φτώχεια βαρειά, βαρειά θάνε η φτώχεια, η δυστυχία μεγάλη φέτο, το ψωμί ακριβό... Κ' οι πικροί αυτοί λογισμοί βαραίνουν πολύ, το κεφάλι του δυστυχισμένου πατέρα. Γυρίζει και βλέπει τα μάτια της κόρης του βουρκωμένα, το πρόσωπό της χλωμό, μαραμένο. Δυστυχισμένο παιδί. Δε σκέφτεται τόρα άλλο τίποτε παρ' αυτή, αυτή μονάχα. Τι δυστυχία!

Έμπα μέσα, μου λέει, παιδί μου, να μην παγώσης αυτού, και Χριστούγεννα δεν έρχονται για εμάς φέτο. Κι' εγώ μπαίνοντας στον οντά εμουρμούρισα θλιβερά: — Κλάψτε, μωρέ καϋμένοι Χριστιανοί! Κι' έννοιωσα να νοτίζη δάκρυ τα ματόφυλλά μου. Εξημέρωσεν. Η δέηση έγεινε μπροστά στα 'κονίσματα των σπιτιών μας.

Ο δανειστής δε θα πληρωθή και φέτο, ο τόκος δε θα δοθή, το χρέος θ' αυγατήση, λεφτά δε θα βρεθούν το χινόπωρο για την καλλιέργεια, το ψωμί θα λείψη τον χειμώνα, παπούτσια και φουστάνια τίποτε. Ο γάμος δε θα γίνη και φέτο, ο γαμπρός θα θέλη τα λεφτά που τούταξαν, το κορίτσι θα μαραζόνη η φαμελιά θα ντροπιαστή· ίσως και διαλύση την αρραβώνα ο γαμπρός· ο κόσμος τότες θα πη τα δικά του.