United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φορέματ' άσπρα, Κι' άσπρη με χάρι, Όλη φεγγάρι Βαθιάς νυχτός· Λες κι' είναι εκείνη, Οπού του δίνει Λάμψι και φως. Περνάει σιμά μου, Και με κυττάζει, Γλυκά με κράζει, Και μου μιλεί. Έλα πουλάκι Μες το κλουβάκι· Ξένο πουλί. Έμπα μου λέγει, Έμπα το ξένο, Το πικραμένο Ν' αναπαυθής. Για να καθήσης Να ξενυχτήσης, Να μη χαθής.

Κιθάρα δεν είχαμε, βλέπεις, που «την έπαιζε τόσο καλά» ο Γερα-σιμάκης, — έλεε. «Του την έσπασε μια μέρα, διάολ' έμπα μέσα του, το παιδάκι του», — έλεε. «Από τολότελα, καλή κ' η Παναγιώτενα», — έλεε. ... Ετραγουδούσε ο Μεμάς, τον εβοηθούσε ο Κυρ-Λιας, εκομπανιάριζε και με το μαντολίνο. Έφεβγε η βάρκα μας αργή, έφεβγαν δίπλα τα νερά, έφεβγε το νησάκι πίσω μας, βαθιά.

Να κοιμηθώ. — Καλά· δέσε τ' αρνάκι σουτο παλούκι κ' έμπα μέσα. Αλλ' η Μάρω ήθελε να πάρη μαζί της και τον Γιάννο· δεν ήθελε να τον αφήση έξω και μάλιστα καταμόναχον. Ο γέρων χωρικός όμως δεν επέτρεπε τοιούτον τι· αρνί μέσα εις τον πύργον, πού ηκούσθη ποτέ! έπειτα κλέφτες με κλέφτες δεν επάτησαν ποτέ εκεί.

Οπούχε χίλιαις πέρδικες κλεισμέναις κ' ελαλούσαν Ήφεραν και μια πέρδικα, πέρδικα πλουμμισμένη. Οπού την εκυνήγησανταις στάναις του Λιακάτα Κι' όλαις αι πέρδικες λαλούν, κ' εκείνη δε λαλούσε. — Δέσπω, γιατί δε μας μιλάς, γιατί είσαι κακιωμένη; Έμπα και στρώσε τον οντά, άλλαξε τα στρωσίδια.

Αναμέρησαν όσοι στέκονταν κατάντικρυ της θύρας κι' άφηκαν ελεύτερο το μάτι της δόλιας της Μάννας να βλέπη προς τα έξω, κι' αυτή κάρφωσε τα μάτια της στο έμπα της θύρας για κάμποση ώρα, κι' ύστερα άρχισε το τραγούδι, σα να είταν γερή. «Ξενιτεμένο μου πουλί, γλυκό χελιδονάκι, «Η Ξενιτειά σε χαίρεται κι' εγώ πίνω φαρμάκι.

Την πολλή σου εξυπνάδα εις ενέργειαν να βάλης Κι' ασπροπρόσωπον το έθνος των ελλήνων συ να βγάλης· Και εάν κανείς θελήση να σου κάμη τον τεχνίτη, Δίχως καν στιγμή να χάσης, ευθύς έμπα του στη μύτη, Για να δείξης πως ο έλλην, όταν θέλη, ειμπορεί Να τα βάλη με τον Βίσμαρκ και με τον Σαλισβουρύ.

Μον έμπα εσύ τα γόνατα και πιάσε τ' Αχιλέα, 465 και στον πατέρα ξόρκιστ' τον στη λυγερή του μάννα και στο παιδί του, και θαρρώ τα σπλάχνα θαν τ' αγγίξειςΕίπε, και στου Ελύμπου αφτός τα μακροβούνια φέβγει.

Και δίπλα πάλι η μάννα του θρηνούσε κι' ανοιγμένο κρατούσε μ' ένα χέρι της τον κόρφο, και με τ' άλλο 80 σηκώνει απάνου το βυζί και κράζει με λαχτάρα «Γιε μου Έχτορα, σεβάσου αφτά, λυπήσου με κι' εμένα, κι' η δόλια αν σούδωκα ποτές πονομαλάχτη κόρφο, θυμήσου το έλα, αγόρι μου, και τον οχτρό σου μέσα έμπα και χτύπα απ' το καστρί, μην τ' αντιστέκεις μόνος, 85 τι αν σε σκοτώσει, ω γόϊ κι' αλί! στο στρώμα στολισμένο δε θα σε κλάψω, αστέρι μου, εγώ η πικρή σου μάννα, μήτε η γυναίκα σου η χρυσή, μόνε ταχιά μακριά μας στα πλοία πέρα των οχτρών θα σε σπαράξουν σκύλοι

Αλλά πρόσεχε ολίγον, Δεληγιάννη, πριν προφθάσης Να ειπής στους διπλωμάτας της Ελλάδος τας προτάσεις, Μήπως έξαφνα την πόρτα με αγένειαν σου κλείσουν Και απ' έξω με τα χέρια σταυρωμένα σε αφήσουν. Αι! μα τότε εις την πόρτα δώσε μια κλωτσιά γερή, Κι' έμπα δείξε τους πως είνε και το χέρι σου βαρύ. Ο ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ Κ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ ενώπιον τον Συνεδρίου.

τον Κάμπο ξεχειμάζαμε μα ήταν ο γέννος πρώιμος, Έμπα Χαμένου, δούλευατου Γάκη τον πατέρα. Το ξέρει ο τσέλιγγας καλά πως είμαι σπιτιακός του, Τι εγώ τους αναλίκωσα κι' αυτόν και τον Γεωργούλα. Για πε μου από την Πρέβεζα. — Κακά μαντάτα, γέρο. Του Ζόγατο Παλιόκαστρο τον βδέλιασαν. — Αλήθεια; Τον έφα' η κακοκεφαλιά.