United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μήπως είναι τω όντι κουρκάκι; Τώρα θα το ιδούμεν. θέλει δεν θέλει, θα το βάλω εις το νερόν. Την επαύριον ο καιρός ήτο λαμπρότατος, και ο ήλιος έπαιζεν εις τα φύλλα των δένδρων. Η πάπια επήρεν όλα της τα παιδιά και επήγεν, εις το αυλάκι και, πλουφ, επήδησεν εις το νερόν.

Η πάπια έχασε την υπομονήν της, και εσηκώθη να φροντίση τα μικρά της παπάκια, αλλά πάλιν μετενόησε και εκάθισε να το κλωσήση. — Αι; πώς τα πηγαίνεις; την ηρώτησε μία γραία πάπια, η οποία ήλθε να την επισκεφθή. — Καλά, απεκρίθη η κλώσα. Μόνον αυτό το αυγόν δεν θέλει να σκάση. Ιδέ τα άλλα μου παπιά; Είδες ποτέ σου ωραιότερα πουλάκια; Ομοιάζουν πολύ του πατρός των.

Σπάσανε το κεφάλι του κυρίου βαρώνου, που θέλησε να την υπερασπισθή· την κυρία βαρωνέσσα την κόψανε κομματάκια κομματάκια· ο αγαπητός μου μαθητής έπαθε τα ίδια με την αδελφή του· όσο για τον πύργο, δεν έμεινε πείρα σε πείρα, ούτε αποθήκη, ούτε πρόβατο, ούτε πάπια, ούτε δένδρο. Όμως εκδικηθήκαμε καλά, γιατί οι Άβαροι κάμανε τα ίδια σε μια γειτονική βαρωνεία, που ανήκε σ' έναν Βούλγαρο ευπατρίδη.

Ιδέ το τι ωραία κινεί τα ποδάρια του, και πώς κρατεί υψηλά την κεφαλήν του. Είναι ιδικόν μου παιδί και αυτός· και μα την αλήθειαν, δεν είναι άσχημον το καϋμένο! Κουά, κουά, έλα μαζή μου να σου δείξω τον κόσμον, και να σε παρουσιάσω εις τον ορνιθώνα. Έλα κοντά μου διά να μη σε πατήση κανείς, και πρόσεχε την γάταν. Και υπήγεν η πάπια εις τον ορνιθώνα με όλην την συνοδείαν της.

Φαίνεται ότι θα γείνη δυνατός· ήρχισεν από τώρα να έχη την θέλησίν του. — Τα άλλα σου παπάκια είναι νόστιμα, είπεν η αρχόντισα πάπια. Να τα χαίρεσαι! Άφησέ τα να γυρίζουν εδώ, και αν εύρης καμμίαν κεφαλήν ψαριού φέρε μου την. Και ήρχισαν τα παπιά να τρέχουν εδώ κ' εκεί, αλλά το υστερογέννητον, το μεγάλον παπί, όλοι το έσπρωχναν, και το επερίπαιζαν, και το εδάγκαναν, και πάπιαι και όρνιθες.

Κ' εκεί οπέκλαιε κ' εμοιρολογούσε, κάνει να ξεδιπλώση το πανί και βλέπει στο νερό ξαφνικό μεγάλο. Βλέπει να κατεβάζη το νερό τ' Αργύρη της τη φλογέρα. Βουτάει, χώνεται στα νερά σαν πάπια ως τη μέση, την αρπάζει με δάκρυα στα μάτια, την κολλάει στα χείλη της και τη φιλεί, τη φιλεί, τη φιλεί. Μα δεν ήξερε τι να στοχαστή κιόλα, και βάνει με νου της χίλιες δυο συφορές και κακά.

Θα ειπή ότι όποιος την έχει δεν θέλει να την χάση, και από αυτό το σημάδι την γνωρίζει όλος ο κόσμος. Τινάξατε τα πτερά σας. Μη γυρίζετε από μέσα τα δάκτυλά σας. Τα καλοαναθρεμμένα παπιά γυρίζουν έξω τα δάκτυλα, καθώς την μητέρα σας και τον πατέρα σας. Ιδού! Τώρα γυρίσατε τον λαιμόν σας και ειπήτε ραπ! Και έκαμαν όπως έλεγε, και είπαν ραπ.

Εφώναξε κ ο υ ά, κ ο υ ά ! και όλα της τα παιδιά έπεσαν κατόπιν της και εβούτησαν, αλλ' αμέσως αι κεφαλαί των ανέβησαν πάλιν επάνω από το νερόν, τα δε ποδάρια των εκινούντο μόνα των, και εκολυμβούσαν όλα περίφημα. Το άσχημον παπί έπεσε και εκείνο εις το νερόν και εκολυμβούσε με τα άλλα παιδιά της πάπιας. — Δεν είναι κουρκάκι, είπεν η πάπια.

Παραίτησέ το και πήγαινε να μάθης τα παιδάκια σου να κολυμβούν. — Ας το κλωσήσω ακόμη ολίγον, είπεν η πάπια. Αφού εκάθισα τόσας ημέρας ας κάμω ακόμη ολίγην υπομονήν. — Όπως αγαπάς, είπεν η γραία πάπια, και ανεχώρησε. Τέλος πάντων έσκασε το αυγόν, πιτς, πιτς, και εβγήκεν από μέσα έν μεγάλον και άσχημον παπί. — Τι μεγάλον παπί, είπεν η πάπια. Δεν του ομοιάζει κανένα από τ' άλλα παιδιά μου.

Εκεί εις τον ήλιον ήτο μία μεγάλη και παλαιά κατοικία γεωργών, περιτριγυρισμένη από περιβόλια και νερά και σταύλους και ορνιθώνας. Εκεί δε μία πάπια εκάθητο εις την φωλεάν της, και εκλωσούσε τα αυγά της. Αλλ' η πτωχή είχε βαρυνθή πλέον να κάθηται τόσον καιρόν. Δεν ήρχοντο δε και αι συντρόφισαί της να την επισκέπτονται συχνά.