United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επειδή όλη η αντίστασις περιωρίζετο μόνον εις κραυγάς και κοκορίκο, ουδέν δ' άλλο αντετίθετο προς τας προσβολάς των επιδρομέων, τα δέκα παράθυρα τάχιστα και σχεδόν όλα ταυτοχρόνως παρεβιάσθησαν.

Όλη η προσωπικότητά της γύρισε πίσω και μπορούσα να κάθουμαι ώρες και να χαίρουμαι την όψη της, που έγινε απαράλλαχτη όπως είταν πριν. — Τα θυμάσαι ακόμα που σου είπα πως πρέπει να χωριστούμε; είπε μια μέρα. Έπρεπε να συλλογιστώ για να θυμηθώ πως τα είπε κάποτε. Κι όταν τέλος τα θυμήθηκα, της είπα πως είχα λησμονήσει τα λόγια της, όπως λησμονεί κανείς τα λόγια ενός που έχει πυρετό.

Και η Ηώς ανέτειλε με όλην την πορφυράν αίγλην καλλωπίζουσα με γλυκύ ερύθημα βουνά, κοιλάδας και δάση. Εφάνη δε τότε, αποβαλούσα την μυστηριώδη της νυκτός περιβολήν, εν όλη τη καλλονή της, η μαγευτική θέσις της Παναγίας Δομάν. Δεξιά το υψηλόν, βραχώδες και τεμνόμενον από ευθαλείς χαράδρας βουνόν το απολήγον εις την κρημνώδη ακτήν του Κουρούα.

Λοιπόν άραγε δεν αριθμήσαμεν όλα τα είδη των κινήσεων εκτός δύο, καλοί μου φίλοι; Ποίαι είναι αυταί αι δύο; Σχεδόν, αγαπητέ μου, είναι εκείναι, χάριν των οποίων έγινε όλη αυτή η θεωρία. Λέγε σαφέστερον. Δεν επρόκειτο τάχα περί ψυχής; Βεβαιότατα.

Το έτος εκείνο εκτάκτως είχε πέσει πολλή χιών, όση ουδέποτε άλλοτε προ πολλών χρόνων, κατακαλύψασα κάμπους και βουνά, και ισοπεδώσασα τας βαθείας φάραγγας με τας κορυφάς των λόφων. Τα αλώνια, η πρώτη μικρά πεδιάς μετά την κώμην, όλη ήτο κατάλευκος ως να ηπλώθη παχύτατος βαμβακερός τάπης.

Σαν ταποφάσισε και πήγε στης ταλαίπωρης μάννας του, γύριζε πίσω με τους παραγυιούς του ο γέρος που ολονυχτίς έτρεχε ζητώντας τον. Βρήκε ο Ηλίας μια πρόφαση, μισή αλήθεια μισή ψέμα, και πέρασε. Μα η μάννα δε σύχαζε. Ρωτούσε και πάλι ρωτούσε, πού είταν όλη τη νύχτα. — Πήγα ν' ανταμώσω την ομορφώτερη του χωριού, και την πλουσιώτερη. Περίμενα, περίμενα, και δεν ήρθε.

Κι' ο Πρίαμος κατόπι 365 σηκώθηκε, άντρας με μιαλό ισόβαρο του Δία. Αφτός με λόγια φρόνιμα τους μίλησε έτσι κι' είπε «Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι, για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια. Τώρα σαν πριν πηγαίνετε να φάτε μες στη χώρα, 370 κι' απέ στις βάρδιες όλοι σας! και ξάγρυπνοι όλη νύχτα.

Σαν ήτον άρρωστος, ένα χρόνο και παραπάνω δεν του έλειπεν ο πυρετός, όλη η γειτονιά, κ' η συγγένισσές μου, κ' η κουμπάρες μου, έλεγαν πως είχε καταντήσει να γείνη φτισικός. Είχε χτικιάσει, μου είπαν. Ω! συφορά μου! Γιατροί, γιάτρισσες, γιατρικά, μαντζούνια, τίποτε δεν ωφέλησαν. Η φτώχεια μάς έδερνε, να δουλέψη ο ίδιος δεν μπορούσε. Ο θεός ξέρει πώς τάφερνα βόλτα, με ψέμματα, με αλήθεια.

Έταξε λοιπόν τότες ο Αδάδης πως α νικήση θα γίνη χριστιανός. Κ' επειδή νίκησε, κ' έπιασε μάλιστα αιχμάλωτο το Δαμιανό, έστειλε πρεσβεία του Ιουστινιανού ζητώντας του κλήρο κ' Επίσκοπο, κ' έτσι συστήθηκε η Εκκλησία της Αβυσσινίας. Η γενική όμως κατάσταση της Ανατολής δεν είταν της προκοπής και μεγάλη τιμή του Ιουστινιανού δεν του δίνει. Όλη η χώρα από το Δούναβη και κάτω υπόφερνε καθώς είδαμε.

Τρύφαινα και Χαρμίδης. ΤΡΥΦΑΙΝΑ. Ξανακούστηκε να δώσης πέντε δραχμές σε μιαν εταίραν για να κοιμηθής μαζή της κι' έπειτα στο κρεββάτι να γυρίζης απ' τάλλο μέρος, ν' αναστενάζης και να κλαις; Αλλ' ούτε ήπιες με όρεξιν, ούτε έφαγες• διότι και στο τραπέζι σ' έβλεπα που εδάκρυζες και όλη την ώρα δεν έπαυσες να κλαις σαν παιδάκι.