United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από της αυγής, οι βοσκοί της Καμπανίας είχον οδηγήσει πεντακοσίους όνους, όπως την επιούσαν, άμα τη αφίξει της εις Άντιον, η Ποππέα λάβη το καθημερινόν εξ ονείου γάλακτος λουτρόν της. Το πλήθος ηυχαριστείτο να βλέπη εις την στροβιλιζομένην σκόνην κινουμένους τους απειραρίθμους μεγιστάνας, να ακούη τον κρότον των μαστιγίων και τας αγρίας κραυγάς των βοσκών.

Την νύκτα όμως οι φύλακες εταράχθησαν, ακούσαντες γοεράς κραυγάς εξερχομένας εκ του υπογείου· ότε δε ανεώχθη την επιούσαν το μνημείον, ο δυστυχής αυτοκράτωρ ευρέθη αιμοσταγής, κατασπαράξας εν τη απελπισία του τας σάρκας διά των οδόντων. Ο συγγραφεύς του γνωστού παρ' ημίν μυθιστορήματος Μανών Λεσκώ αββάς Prevost, διερχόμενος εν ώρα θέρους το δάσος Chantilly, έπαθεν εξ αποπληξίας.

Και αφού παρήλθεν ώρα αρκετή, πόση δεν είξευρεν, αλλά «μία ώρα, μια ωρίτσα», του εφάνη ν' ακούση βρόντον, είτα συγκεχυμένας κραυγάς, είτα πάλιν συριγμούς οξείς και φοβερόν ροίβδον, είτα τον ρόχθον του κύματος, όστις τα συνεκάλυπτεν όλα και τον οξύν γογγυσμόν του ανέμου, όστις τα έπνιγεν όλα.

Αι φωναί του από μελαγχολικού και ηρέμου κλαυθμού έφθανον εν μια στιγμή εις οξείας και βραγχώδεις κραυγάς, η γλώσσα του εφλυάρει ασχημολογούσα μεγαλοφώνως, υβρίζοντα και απειλούσα, οι δε πόδες του και αι χείρες του, πλήττουσαι οτέ μεν το έδαφος οτέ δε την θύραν, απετέλουν παράδοξον συναυλίαν, ήτις την στιγμήν ακριβώς εκείνην είχε κορυφωθή εις το αφόρητον.

Γυναίκες τινες δεν ηδυνήθησαν να κρατήσωσι κραυγάς τρόμου, τας οποίας έπνιξαν αι επευφημίαι του λαού, παύσασαι και αυταί μετ' ολίγον χάριν της επιθυμίας των θεατών όπως ίδωσι τα πάντα.

Χωρίς εντελώς να κοιμώμαι, ήρχιζον ήδη αι σκέψεις μου να λαμβάνωσιν ονείρων μορφήν, ότε εξαίφνης ακούω ήχον βαρύν σώματος πίπτοντος εντός της θαλάσσης και τρόμου συγχρόνως κραυγάς : ― Έπεσε εις την θάλασσαν ! Έπεσε εις την θάλασσαν! Ευρέθην διά μιας εις την πρύμνην. Η Ανδριάνα δεν ήτο εις την θέσιν της.

Και αν ήτο πραγματική η όψις την οποίαν είχεν ιδεί ο Πάπος, σώματα προσκεκολλημένα επάνω εις τας υφάλους Αραπάκια, και αν πράγματι είχεν ακούσει αγωνίας κραυγάς, και αν η φαντασία τον είχεν απατήσει, οι άνθρωποι εθεωρούντο χαμένοι πλέον. Μετά τόσας ημέρας δεν ανεφάνησαν. Είτε εις τ' Αραπάκια, είτε αλλού, ενομίζοντο πνιγμένοι.

Αφυπνισθέντα δε τα πτηνά υπό της ψαλμωδίας, είχον αρχίσει να πετούν εντός του ναού με μικράς κραυγάς εκπλήξεως.

Να μείνωμεν ακόμη εντός του οίκου, διά να ακούσωμεν αλληλοδιαδόχως τας ποικίλας κραυγάς του αγοράζοντος μ π ο τ ί . . . λ ι α ι ς, του ζητούντος χ α λ κ ώ μ α τ α ν α γ α ν ώ σ η και του ισχνού γυρολόγου, του πανηγυρίζοντος δι' ερρίνου ψαλμωδίας το περιεχόμενον του ονοφορήτου εμπορικού του καταστήματος; Ας μας λείψη. Αρκετά ήδη μας εξεκώφανεν ο αρτοφόρος.

Η βοή των χορδών και ο συριγμός των πτερωτών βελών ηνούντο με τα ουρλιάσματα των ζώων και τας κραυγάς του θαυμασμού των θεατών. Οι λύκοι, οι πάνθηρες, αι άρκτοι εξηπλούντο νεκραί παρά τα πτώματα των κατεσπαραγμένων χριστιανών.