United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα ξανάρθω αύριο. Τριφτήτε με την αλοιφή, φάτε, κοιμηθήτε. Ο Αγαθούλης, παρ' όλα του τα βάσανα, έφαγε και κοιμήθηκε. Το πρωί η γρηά τούφερε το πρόγευμά του, ξέτασε τη ράχη του, την έτριψε η ίδια με μιαν άλλη αλοιφή· τούφερε κατόπι να γευματίση και το βράδι ξαναγύρισε και τούφερε να δειπνήση. Την μεθαυριανή μέρα τούκαμε τις ίδιες περιποιήσεις. — Ποιά είστε, τη ρωτούσε πάντα ο Αγαθούλης.

Μα να! ο φουρτουνοκράτης γιος μ' οργίστηκε του Κρόνου. 375 που σε μαλώματα άκαρπα με ρήχνει και διχόνιες· που για μια νια πιαστήκαμε εγώ κι' ο Αχιλέας με λόγια δυνατά, κι' εγώ πρωτάρχισα την έχτρα. Μα αν πάλε οι διο μονιάσουμε κάναν καιρό, μια μέρα δε θενά αργήσει η συφορά τους Τρώες να πλακώσει. 380 Τώρα να φάτε σύρτε εφτύς κι' ας μπούμε στο κοντάρι.

Αλλά κύριοι, δε θα θέλατε να φάτε τους φίλους σας. Νομίζετε, πως πρόκειται να περάσετε στη σούβλα ένα ιησουίτη κι' όμως είναι ο υπερασπιστής σας, ο εχθρός των εχθρών σας, που πρόκειται να ψήσετε. Εγώ έχω γεννηθή στον τόπο σας· ο κύριος, που βλέπετε, είναι ο αφέντης μου κι' όχι μονάχα δεν είναι ιησουίτης, μα έχει σκοτώσει προ ολίγου ένα ιησουίτη και του πήρε τα ρούχα. Να το λάθος σας.

Τότες σηκώθηκε ο γοργός γιος του Πηλέα κι' είπε «Δία πατέρα, ω τι βαριά στον κόσμο μας τυφλώνεις! 270 Ειδέ ποτές τα σπλάχνα μου δε θ' άναβε στα στήθια τόσο βαθιά τ' Ατρέα ο γιος, ούτε τη νια άθελά μου δε θάπαιρνε απ' τα χέρια μου, μα νά, ο μεγάλος Δίας, να πέσουν ίσως ήθελε πολλά μας παλικάρια. Τώρα να φάτε σύρτε πια για ν' αρχινούμε μάχη275

Μα άκου με, αν θέλεις, κι' ίσως βγει πολύ καλύτερά μας· τώρα την έρμα ας πάψουμε σφαγή και τους πολέμους σήμερα· απέ έπειτα ξανά χτυπιούνται ως που την άκρη 30 της Τριάς να βρούνε, αφού μαθές τ' αποφασίσατε έτσι εσείς οι διο οι αθάνατες, να φάτε αφτό το κάστρο

Αμέσως ο Σίμων πετάχτηκε και βοήθησε με τα δυνατά του χέρια να σύρουν το δίχτυ στην στεριά. Και Αυτός που όλοι γνώριζαν ότι ήτο ο Κύριος, αλλά του οποίου η φωνή και η όψη έκαναν τις καρδιές τους να σταθούν με σεβασμό γεμάτο δέος, έτσι ώστε να μην τολμούν να τον ρωτήσουν, τους είπε, «Ελάτε και φάτε» και τους μοίρασε το ψωμί και τα ψάρια. «Ναι, Κύριε μου, το ξέρεις ότι Σε αγαπώ».

Της άγκιξε τη χνουδωτήν τραχηλιά, και της είπε χαδεφτά «μη λάχη κ' έχεις στελέτα στον κόρφο, κυρά μου;», και τούπε ο Γέρο-Ντούντουνας «φάτε μάτια, ψάρια, Κυρ- Λοχία μ'». Ανέβηκε πεταχτή, σαν πέρδικα, τη σαπισμένη σκάλα του Ένα και του Τέσερα , κ' ήρθε κ' εκόλλησε το ροδοκόκινο προσωπάκι της όξω, στο σιδερόπλεχτο φεγγίτη του Ένα , που καρτερούσε με λαχτάρα ο άμοιρος ο Βεργής απομέσα.

Να ζήσης φίλε, κυρ Ταλιαπιέρα· Ευτυχισμένος καιρόν πολύ· Και πάσα νύχτα, και πάσα ημέρα Οχ τη ζωή σου να είναι καλή, Αφήτε, φίλοι, τη χασομέρια, Ανοίξτε στόμα, κι' απλώστε χέρια· Απλώστε πάρτε, κιαπέ βουτάτε Στο μέλι μέσα προμού να φάτε. Παιδί μου, κέρνα το ποτηράκι, Μη το γιομίζης, από λιγάκι. Δεν είν' του κράσου αυτό το αίμα, Πολύ να πιούμε· μον' είν' το πνέμα.

Μην παραλείψης, του είπε ο Αγαθούλης, να τους παραστήσης, τι φριχτή απανθρωπιά είναι να ψήνουνε τους ανθρώπους και πόσο είναι αντιχριστιανικό! — Κύριοι, είπε ο Κακαμπός, φαντάζεστε, πως θα φάτε σήμερα ένα Ιησουίτη; Πολύ καλά! Τίποτε δεν είναι δικαιότερο από το να μεταχειρίζεται κανείς έτσι τους εχθρούς του.

Φάτε, μάτια, ψάρια, Κυρ-Λοχία μ'! Εξέσπασαν μες από τα ολόχοντρα σίδερα σε τρανταχτό, ακόλαστο γέλιο, κ' οι ρείπιοι θόλοι της φυλακής αντιλάλησαν την ξαφνική τη χαρά τους.