United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόν θέλοντας το ένα, Το άλλο μερτικό Τελείως να μη πάρη Να μείνη νηστικό, Με λύσσα συνατά τους Να πιάνονται αρχινούν, Φριχτή μεγάλη μάχη Πεισματικά κινούν. Στο τέλος μη μπορόντας Στα πόδια να σταθούν, Οχ τον πολύν αγώνα Καθόλου να ορθοθούν. Αποσταμένα πέφτουν Στη γη ξαπλοταριά, Κειτάμενα σαν ψόφια, Δεξιά ζερβιά μεριά. Και το Λαγό στη μέση Κομμάτι τρυφερό Με θλίψι τους κυττάζουν, Και μάτι λυπηρό.

Αποσταμένοι κ' οι δυο τους με τον ανήφορο, ανεβαίνανε σιγανά σιγανά. Δυό τρεις στιγμές ακόμα, κι αντιδιαβαίνει και τρίτος. Είταν ο Πανάγος. Ίσια ίσια την ώρα που συφώνησε νανταμώση την Ασήμω στην πέρα τη μεριά του χωριού, κατά το χτήμα του. Φριχτή ανατριχίλα την έπιασε τη λυσσασμένη μαζώχτρα. Της ήρθε ναρπάξη λιθάρι και να το κατρακυλήσει καταπάνω του.

Όλοι τους στο ίδιο το καζάνι μέσα βράζουν εδώ. Το ίδιο το φαρμάκι τους ποτίζει όλους. Ας σύρουμε παραμέσα, γιατί φτάνει μας τα πολιτικά. Είναι φριχτή η σαπίλλα τους, και μπορεί ναρρωστήσουμε. Κοίταξε τους τρεις εκείνους καμαρωτούς σπαθοφόρους, στου καφενείου το βάθος. Εκεί να πάμε, και να καθίσουμε δίπλα τους. Μια χαρά να τους βλέπης. Άλλο πράγμα όμως, να τους ακούς.

Παράμερα τους βλέπουν 1225 Στον ίδιον τον καιρό Σε σιάδι να μουλόνη Λαγόν τρανόν, χοντρό· Κι ως ήταν πεινασμένα Δεν άργησαν στιμή 1230 Να στρίψουν, να χυμήσουν Απάνω του μ' ορμή. Μον θέλοντας το ένα, Το αλλο μερτικό Τελείως να μη πάρη 1235 Να μείνη νηστικό, Με λύσσα συνατά τους Να πιάνουνται αρχινούν, Φριχτή μεγάλη μάχη Πεισματικά κινούν. 1240

Αφτοί και πριν θωρώντας τον τρεμούλιαζαν, μα τώρα που για το βλάμη κι' η ψυχή του μάνιασε, φοβάμαι μήπωςγραμένο είτ' άγραφοτη χώρα τούς πατήσει30 Είπε, και σήκωσε φριχτή πολέμου ανεμοζάλη. Κι' εφτύς όλοι οι θεοί κινούν στον πόλεμο να πάνε μ' αντίθετους στο νου σκοπούς.

ΚΛΕΑΝΘΗΣ Θεοί και βασιλείς εσείς, που όλοι μπροστά μου πέφτουν μπροστά στην ευτυχία μου τι είν' η δική σας τάχα; όμως, Φιλίς μου, μια σκληρή σκέψι με βασανίζει: άλλος σε θέλει, σε ζητεί και σ' άλλον θα σε δώσουν. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Αυτόν τον άλλο τον μισώ καθώς μισώ το Χάρο κι' όπως για σένα η όψι του φριχτή είναι και για μένα ΚΛΕΑΝΘΗΣ Μα η γνώμη του πατέρα σου εκείνον θέλει τώρα.

Με τες φωνές της Λιόλιας, που απηχούσανε στριγγά στη γλυκόϋπνη σιγαλιά της νύχτας, ήρθε στον εαυτό του : τα μάτια του άδραξαν τη φριχτή ζουγραφιά, την ολόφεγγη, εκεί μπροστά του στο κατώφλι της κάμαρης, και σα μιαν αστραπή πέρασε μέσ’ απ’ το μυαλό του και σα μια στιλετιά μέσ' απ’ την καρδιά του. Βεργινία !-έβγαλε μια φωνή βραχνή, πνιγμένη, σα μέσ' από κάποιο πηγάδι. . . Δε μ' ακούς, Βεργινία ! Τ' είναι μωρή τούτα που μας κάνεις; Βεργινία !-και γονατιστός χάμω σκουντούσε το κατάψυχρο κορμί της, το κάτασπρο μες τάσπρο του το νυχτικό, πιο άσπρο και πιο κρύο κι απ’ τασημένιο φως του φεγγαρίσιου ποταμιού που τόχε πάρη στην αγκαλιά του. Ελάτε, Κύριε Νίκο να τη σηκώσουμε, να την πάμε στο κρεββάτι της! φώναζε η Λιόλια με μια φωνή που κολυμπούσε μες τα κλάματα. . . Αχ, τώρα τι να κάνουμε ! τώρα τι να κάνουμε!

ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Μα την πίστιν μου, ποτέ μου δεν το πίστευα τέτοιο πράγμα. Αλλά να, ακούω να έρχεται η κόρη σας. Πάρετε την ίδια στάσι, να δούμε τι θα κάνη εκείνη και πώς θα της φανή ο θάνατός σας. Καλό είνε να τη δοκιμάσετε κι' αυτήν. Μια φορά που κάνατε αρχή, θα γνωρίσετε επί τέλους τα αισθήματα της φαμίλλιας σας. Θεέ μου! τι φριχτή δυστυχία! τι μαύρη μέρα η σημερινή!

Ήρθε ολότρεμη, δακρυσμένη, δεμένη η γλώσσα της, κ' έπεσε χάμου και στηθοδερνότανε σα μοιρολογίστρα. Μήτε λόγο η πλανταγμένη η Ασήμω. Σκυλοπνίγουνταν η ψυχή της μέσα σε λαβωμένης περηφάνειας φριχτή αγωνία. Μήτε φωνή, μήτ' αναστεναγμό δεν μπορούσε να βγάλη· παρ' αρπάζει τη μαγουλήκα της, το ρίχτει απάνω της, και πετιέται όξω.

Τι ομπρός στο κάστρο πέζεψαν και στο καραβοστάσι οι Τρώες οι λιοντόψυχοι κι' οι ξακουστοί σύμμαχοι και μες στον κάμπο καιν πολλές φωτιές, και λεν πια τώρα πως σβάρνα ως μες στα φτερωτά καράβια θα μας πάρουν. 235 Κι' όλο του Κρόνου ο γιος δεξά σημάδια δείχνοντάς τους αστράφτει· κάτου ο Έχτορας φωτιά γιομάτος άγρια, παντού χειμάει ορπίζοντας στο Δία, ούτε λογιάζει θεούς κι' αθρώπους, μον φριχτή τον συνεπήρε φρένια.