United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέσ' 'ς το πρώτο σκαλοπάτι φτάνει τ' άλλο παλληκάρι Έτοιμο ν' ανέβη απάνου. Με τ' απίδρομο, με ορμή Θέλει να το προσπεράση. Απλώνει αυτό να τ' αμποδίση. Πιάνονται, έρχονταιτα χέρια, κι' αγριεμένα σαν λιοντάρια Με τα σύνεργα χτυπιούνται, πολεμάν να σκοτωθούν.

Δέφτερος του Τυδέα ο γιος τινάζει το κοντάρι, 855 κι' η Αθηνά του τόμπηξε στου λαγγονιού την άκρη οπούχε τη φασκιά ζωστή· εκεί τον πετυχαίνει και τον τρυπάει, και τ' όμορφο κορμί του σακατέβει, κι' ύστερα πάλι όξω τραβάει το φράξινο κοντάρι. Κι' έσκουξε ο Άρης σαν εννιά ή σα χιλιάδες δέκα, 860 που σκούζουν όταν έρχουνται στα χέρια και χτυπιούνται.

Εκείνος που είχε χάσει την σακκούλα γύρευε ακέριο το χρηματικό ποσό, που είχε μέσα, κι' εκείνος που την είχε βρη δεν τώδινε, λέγοντας, ότι είχε δικαίωμα να βαστάξη τα μισά για βρετικά, κι' από λόγο σε λόγο πιάστηκαν, κι' άρχισαν να χτυπιούνται στα γερά, φωνάζοντας: «βιο μου», ο ένας και «δίκιο μουμου ο άλλος.

Πεζοί κ' οι δύο, με της ασπίδες τρυπημένες, τσακισμένες, με της κάσκες σαλατιασμένες, σμίγουν και χτυπιούνται. Στο τέλος ο Τριστάνος χτυπάει τον Ριόλ στο μάτι της κάσκας. Το χτύπημα ήτανε τόσο δυνατό και καλοσημαδεμένο, που ο κόμης έπεσε χάμω, στα γόνατα και στα χέρια. «Σήκω τώρα αν μπορής, υποτελή, του φωνάζει ο Τριστάνος. Κακή ώρα ήρθες δω πέρα, και θα πεθάνης

Μα άκου με, αν θέλεις, κι' ίσως βγει πολύ καλύτερά μας· τώρα την έρμα ας πάψουμε σφαγή και τους πολέμους σήμερα· απέ έπειτα ξανά χτυπιούνται ως που την άκρη 30 της Τριάς να βρούνε, αφού μαθές τ' αποφασίσατε έτσι εσείς οι διο οι αθάνατες, να φάτε αφτό το κάστρο

Παρατήρησα όμως πως κι ο Διόνυσος , και το Περιοδικό τους , και τα Παναθήναια , κάθε τόσο, τσακώνουνται, μαλλώνουνε, χτυπιούνται αναμεταξύ τους, πειράζουνται και τρώγουνται. Πολύ άδικο έχουνε. Γιατί τόσους πολέμους; Είναι όλοι τους το ίδιο. Ίσως φαντάζουνται πως αλήθεια διαφωνούνε, πως έχουν ο καθένας ιδέα δική του και δική του γνώμη.

Δεν μπορώ να το υποφέρω αυτό, φώναξα σχεδόν. Δεν μπορώ να το υποφέρω. Να χάσω και σε και κείνον. Δεν είναι δυνατό να το θέλης. Σηκώθηκε άφωνη και στάθηκε μπροστά σα μια Νιόβη, που απλώνει τα χέρια ναγκαλιάση τα παιδιά της, που χτυπιούνται από τα βέλη των θεών ακόμα και μες την αγκαλιά της. — Άφησέ με να πάρω μαζί το Σβεν, είπε. Θα πεθάνη που θα πεθάνη.

'Σάν θυμωμένο φίδι, Και χύνεται μέσ' 'ςτήν Τουρκιά κι' αλλού της καίει αρμάδα Αλλού της καίει τα χωριά· κι' απ' άκρηάκρη ανάφτει Μεγάλη η Επανάστασι, σπαθί ολούθε αστράφτει. Κ' αλύσια κόβονται βαρηά και πέφτουν και βροντούνε 'Σάν να χτυπιούνται απ' αστραπή και 'σάν να ξεψυχούνε Χίλιαις χιλιάδες δαίμονες ....

Τότες η γελιαγάπητη της απαντά Αφροδίτη 375 «Με λάβωσε ο λιοντόκαρδος Διομήδης του Τυδέα, γιατί έβγαζα όξω απ' τη σφαγή το γιο μου, τον Αινεία, την πιο πολύτιμη ψυχή που λαχταρώ στον κόσμο. Γιατί δεν είναι η μάχη πια τώρα Αχαιών και Τρώων, μα αν αγαπάς οι Δαναοί και με θεούς χτυπιούνται380 Κι' η Διώνη, η σεβαστή θεά, της απαντάει διο λόγια «Παρ' το, παιδί μου, απόφαση, και μη σε τρώει η λύπη.