United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς σε ξεπλάνεψαν, καρδιά, δυο μαύρα μάτια κόρης, Που την αγάπη σου ποτέ δε θα μπορής να δείξης;» — Τι επέρασε πολύς καιρός, επέρασαν τρεις χρόνοι, Που η κόρη τώφερνε ψωμί κάθε βραδύ στη στάνη Και του βοηθούσε στ' άρμεγμα και τώπαιρνε το γάλα, Κι' ο Λάμπρος πάντα δείλιαζε για να της πη τον πόνο.

Ζεστοκοπήσου, αν 'μπορής, 'ς το κρύο σου κρεββάτι. ΛΗΡ Και συτας θυγατέρας σου εχάρισες τα πάντα, ώστε κατήντησες εδώ; ΕΔΓΑΡ Ποίος θα τον ελεήση τον τρελλόν; Τον έκαμαν τα δαιμόνια κ' επέρασε φωτιαίς και φλόγες, ρευματιές και καταβόθραις, βάλτους και βούρκους. Του έβαλαν μαχαίρια κάτω από το προσκέφαλό του και σχοινιά κάτω από το στασίδι του . Του έρριξαν ποντικοφάρμακο μέσα εις το φαγί του.

Έπειτα πήρε το σπαθί που χώριζε τους αγαπημένουςτο αναγνώρισε, ήτανε το ίδιο σπαθί που είχε σπάσει μέσ' το κεφάλι του Μόρχολτέβαλε στη θέσι του το δικό του, βγήκε από την καλύβα, πήδησε στο άτι του, και είπε στο δασοφύλακα. «Δίνε του τώρα, κι' αν μπορής κύττα να γλυτώσης το τομάρι σου». Στον ύπνο της η Ιζόλδη είχε δη μιαν οπτασία: βρέθηκε σε μια πλουσία σκηνή, στη μέση μεγάλου δάσους.

Πολλές φορές τ' άκουα να παραμιλούν ωσάν να ωνειρεύουνταν μεγαλείτερα κομμάτια ψωμί. — Το όνειρο του ψωμιού το επήρες από την «Κόλασι» του Δάντε. — Το Δάντε δεν τόνε ξέρω. Ξέρω μόνο πως δεν υπάρχει χειρότερη κόλασι, παρά να βλέπης να υποφέρουν εκείνοι που αγαπάς και να μη μπορής να τους βοηθήσης.

Αυτά ούτε εις εμέ επιτρέπεται να σου είπω, ούτε εις εσέ να τ' ακούσης. Έπειτα έγινα Εύφορβος... ΜΙΚ. Να μου πης προηγουμένως εάν κι'εγώ μετεμορφώθην άλλοτέ ποτε, όπως εσύ. ΠΕΤ. Βέβαια. ΜΙΚ. Και τι ήμουν; Αν μπορής να μου το πης, επιθυμώ πολύ να το μάθω. ΠΕΤ. Εσύ; Ήσουν μυρμήγκι των Ινδιών από κείνα που βγάζουν το χρυσάφι από την γην.

Θες να γενής έτσα πούν' η Βαγγελιά, να κιτρινίσης και να λυόσης σαν το κερί, να βήχης και να ξερνάς αίμα, να μη μπορής να σύρης τα πόδια σου από την αδυναμιά, να φοβούνται οι αθρώποι να σου σιμόνουν και στο ύστερο ν' αποθάνης, χωρίς να χαρής τον κόσμο; Το θάρρος μου βρέθηκε απροετοίμαστο ναντιμετωπίση τον κίντυνο, όπως τον παρουσίασε σε μια φοβερή εικόνα η μητέρα μου.

Τίποτε, Μεγαλειότατε, μα την αλήθεια, που να μη μπορής να το ιδής με τα μάτια σου και να τ' ακούσης με τ' αυτιά σου. Κύτταξε, άκουσε, ωραίε Βασιληά. Ίσως είναι ακόμη καιρός. Απεσύρθησαν, και με χαρά τον άφησαν να καταπίνη το φαρμάκι. Ο Βασιληάς Μάρκος δε μπόρεσε ν' αντισταθή στον πειρασμό. Αθέλητα κατασκόπευσε τον ανηψιό του, παραμόνεψε τη Βασίλισσα.

Ο Γιάννος έκλινε την κεφαλήν εις το στήθος χωρίς να είπη λέξινΓιατί, Γιάννο μ', δεν ακούς; γιατί; επανέλαβεν η Μάρω επιμόνως. — Δεν είν' ανάγκη να μάθης, δεν κάνει· είπεν ο Γιάννος κινών αρνητικώς την κεφαλήν· αν 'μπορής βγάλε με από 'δώ. Κ' εξηκολούθησαν ούτω τα δύο παιδία, συνομιλούντα επί πολύ και ανταλλάσσοντα τας ιδέας των περί της απολυτρώσεως του Γιάννου.

Να μπορής να γράφης κι αυτό το βράδι! μου είπε: Κ' είχε κάποια δόση πίκρας ο τόνος της, σα να ήθελε να πη πως εγώ δεν αιστανόμουνα όπως αυτή. Μετάνοιωσε όμως αμέσως, ακκούμπησε το κεφάλι της στο δικό μου κ' είπε: — Είσαι ευτυχισμένος που μπορείς να γράψης.

Ας βγούμε παρέξω, κατά τη θάλασσα, ας σταθούμε πάνω σ' αυτό ταραγμένο το βαποράκι που μαζεύει ταξιδιώτες για τα νησιά. Άφινε τους ταξιδιώτες κι ας μαζεύουνται. Ύστερα τους σεριανίζουμε αν προφτάξουμε. Κοίταξε τώρα ολόγυρά σου. Κοίταξε, κι αν μπορής μην απορέσης, πώς γίνεται νάχη τέτοια Κόλαση τόση μορφιά!