United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς ήξερε πεια τώρα ότι δε θα μπορούσε δίχως τη Βασίλισσα, ούτε να ζήση ούτε να πεθάνη. Ο Καερδέν σωπαίνει και παραξενεύεται. Αισθάνεται, αθέλητα, να μαλακώνη ο θυμός του. «Φίλε, λέει στο τέλος, θαυμάσια λόγια ακούω. Συγκινήσατε την καρδιά μου μέχρι του οίκτου. Υπομείνατε τόσες πίκρες που ο Θεός να φυλάη τους Χριστιανούς. Ας γυρίσουμε στο Κάρχαιξ. Την τρίτη μέρα, αν μπορώ, θα σου πω τη σκέψι μου».

Και πάει αφτή και λέει ψεφτιές του βασιλιά του Προίτου 'Προίτο, του Γλάφκου, έτσι να ζεις, το γιο ναν τον σκοτώσεις, π' αθέλητά μου θέλησε να πάρει την τιμή μου. 165 Πιάνει ο θυμός το βασιλιά ν' ακούσει τέτιο πράμα, μα δεν τον σκότωσε, ως αφτού δε βάσταξε η καρδιά του, Μον στη Λυκιά μ' απόκρυφα τον προβοδάει σημάδια θανάτου, μες σε διπλωτό σανίδι σκαλισμένα, και ναν τα δείξει τούλεγε στο γέρο πεθερό του, 170 για να χαθεί.

Τον Ήλιο τότες η κυρά του Κρόνου κόρη, η Ήρα, τον στέλνει κάτου στ' Ωκιανού το ρέμα αθέλητά του 240 πίσω να πάει. Και βούτηξε ο Ήλιος, κι' οι Αργίτες τους χτύπους πια τους άσπλαχνους σκολνούν και τους πολέμους.

Μηδ' είταν ν' αμποδίσει πια το χαντάκι, ή το φαρδύ τειχόκαστρο από πάνου που τόφτιασαν των καραβιών ταμπούρι, και χαντάκι 5 κυκλόσκαψαν, μα των θεών δεν πρόσφεραν σφαχτάρια που τα πολλά τους λάφυρα να σώζει και καράβια γύρω τριγύρω· αθέλητα σα νάταν των μεγάλων θεών χτισμένο, και για αφτό δε βάσταξε και τόσο.

Τίποτε, Μεγαλειότατε, μα την αλήθεια, που να μη μπορής να το ιδής με τα μάτια σου και να τ' ακούσης με τ' αυτιά σου. Κύτταξε, άκουσε, ωραίε Βασιληά. Ίσως είναι ακόμη καιρός. Απεσύρθησαν, και με χαρά τον άφησαν να καταπίνη το φαρμάκι. Ο Βασιληάς Μάρκος δε μπόρεσε ν' αντισταθή στον πειρασμό. Αθέλητα κατασκόπευσε τον ανηψιό του, παραμόνεψε τη Βασίλισσα.

Έτσ' είπε· και ο Πάτροκλοςτον φίλον τ' υποτάχθη· Και την ευμορφομάγουλην εβγάζοντας Βρισίδα Απ' την σκηνήν, την έδωκε, διά να την πηγαίνουν. Κι' αυτοί οπίσω κίνησαν 'ς τ' Αχαϊκά καράβια· Και η γυναίκ' αθέλητα επήγαινε μαζί τους.

Άφοβος έτσι λαμβάνω ό, τι θελήσω. Που αν βασίλευα μονάχος ίσως και να ’κανα πολλά αθέλητά μου. Θέλεις λοιπόν ανήσυχη την βασιλείαν να προτιμώ απ’ την άνοιαστη την εξουσίαν; Δεν είμαι τόσον άμυαλος ώστε να θέλω, απ’ όσα ωφέλιμα κατέχω, κι άλλα. Τώρα όλ’ η Θήβα, φίλοι μου. Όσοι σε θέλουν σ’ εμένα πάντα τρέχουνε, ξέρεις, Οιδίπου. Έτσι μονάχα ελπίζουνε να το επιτύχουν.

Καιρός του είταν ενός Κωνσταντίνου, που λες και τόννοιωθε πως δίχως ραβδί μοναρχικό το σκαρί μας δεν τόχει να ορθοστέκεταισταλήθεια όμως τα δικά του συλλογιώντας, κι όχι τα δικά μας τα μέλλοντα —, να μας πάρη και να μας φυλάξη από βέβαιο ξολοθρεμό· θαρρώντας πως έτσι στέριωνε τη Ρωμαϊκή την Αυτοκρατορία στην Ανατολή, κι ως τόσο θεμελιώνοντας αθέλητα τη Ρωμαίικη τη δύναμη.

Αθέλητα όμως είχαν ταραχθή τα νεύρα του και το μυαλό εσταμάτησεν απότομα, όπως σταματά, η μηχανή, το βαπόρι μ' ένα κατέβασμα της λάμας. Δεν εδούλευε καθόλου π' ανάθεμά το! Εδιάβαιναν εμπρός του πλήθος τα πειράγματα όμως συγχισμένα, κουλουριασμένα σαν αρμαθιά χελιών που δεν γνωρίζεις πού η ουρά τελειώνει και πούθε αρχίζει το κεφάλι.

Λοιπόν, ψυχή μου, θέλοντας πάρ’ και συ μέρος απ’ το κακό που αθέλητα έκαμ’ εκείνος και, ζωντανή, φιλάδελφο φρόνημα δείξε στον πεθαμένο· -κι ουδέ οι λύκοι θα γευτούνε τις σάρκες του οι λιμάντεροι· ας μην το βάλη κανείς στο νου του· γιατ’ εγώ, αν και γυναίκα, τάφο και χώσμα θα ’βρω τρόπο να του κάμω, φέρνοντας στου βυσσινιού μου πέπλου τον κόρφο να τον σκεπάσω· και μην πης αλλιώς πως θα ’ναι· τρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη.