United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι εις το Μετόχιον επεβεβαίωσαν τον ιππέα ότι θέλουν επιμείνει σταθερώς εις την θέσιν των, και οι έξωθεν ας κάμωσιν υπέρ αυτών ό, τι η τιμή και το συμφέρον υπαγορεύει. Περί το μεσημέρι τέλος πάντων οι εις τα αριστερά του Μετοχίου εχθροί εφώρμησαν κατά των Ελλήνων, ωχυρωμένων εις τα ερείπια μιας οικίας· αυτοί δε μη δυνηθέντες ν' ανθέξωσιν εις την ορμήν των, απεσύρθησαν.

Τίποτε, Μεγαλειότατε, μα την αλήθεια, που να μη μπορής να το ιδής με τα μάτια σου και να τ' ακούσης με τ' αυτιά σου. Κύτταξε, άκουσε, ωραίε Βασιληά. Ίσως είναι ακόμη καιρός. Απεσύρθησαν, και με χαρά τον άφησαν να καταπίνη το φαρμάκι. Ο Βασιληάς Μάρκος δε μπόρεσε ν' αντισταθή στον πειρασμό. Αθέλητα κατασκόπευσε τον ανηψιό του, παραμόνεψε τη Βασίλισσα.

Και οι μεν Λοκροί λεηλατήσαντες την χώραν απεσύρθησαν μετά του πεζικού, τα δε πλοία έμειναν φυλάττοντα την Μεσσήνην και τα άλλα πλοία, όσα ητοιμάζοντο, έμελλον να προσορμισθούν εκεί, διά να εξακολουθήσουν τον πόλεμον.

Κατά τους χρόνους εκείνους, ενώ οι σεισμοί εξηκολούθουν εν ταις Οροβίαις της Ευβοίας, η θάλασσα επροχώρησε διά τινος μέρους, το οποίον τότε ήτο γη, και εξογκωθείσα επήλθε κατά της πόλεως· και μέρος μεν της ξηράς εσκέπασαν τα κύματα, από το άλλο δε μέρος απεσύρθησαν, και σήμερον είναι θάλασσα εκείνο, πού άλλοτε ήτο γη. Όλοι οι μη προφθάσαντες ν' αναβούν εις τα υψηλά μέρη εχάθησαν.

Επίσης έτρεξαν εις βοήθειαν εκ της πόλεως και οι πρεσβύτεροι των Κορινθίων, άμα έμαθαν τα συμβαίνοντα. Ιδόντες δε οι Αθηναίοι επερχομένους όλους τούτους και νομίσαντες ότι ήτο βοήθεια στελλομένη εκ των πλησιοχώρων γειτόνων Πελοποννησίων απεσύρθησαν με βίαν εις τα πλοία έχοντες τα σκυλεύματα και τους νεκρούς των εκτός δύο τους οποίους εγκατέλιπον μη δυνάμενοι να τους εύρουν.

Ο Αρχιτρίκλινος εξηφανίσθη όπισθεν του παραπετάσματος της θύρας, αλλά θα ήτο πολύ δύσκολον να εμψυχωθή ο Έλλην, και ο Βινίκιος ήρχισε να αδημονή, οπότε οι δούλοι εισήγαγον τον Χίλωνα, και εις έν νεύμα απεσύρθησαν. Ο Χίλων ήτο λευκός ως πανίον, και κατά μήκος των κνημών του ρανίδες αίματος έρρεον μέχρι του μωσαϊκού του ατρίου.

Ότε δε απεσύρθησαν καθείς εις το ίδιον στρατόπεδον, οι μεν Αθηναίοι έστησαν τρόπαιον, απέδωκαν τους νεκρούς, εσύναξαν τα ναυάγια των πλοίων και ευθύς ήρχισαν να περιπλέουν την νήσον, διά να αποκλείουν φυλάττοντες τους εν αυτή μείναντας Λακεδαιμονίους, οι δε εν τη ηπείρω Πελοποννήσιοι, οι οποίοι πανταχόθεν είχον έλθει ήδη προς βοήθειαν, έμειναν στρατοπεδευμένοι πλησίον της Πύλου.

Έπειτα απεσύρθησαν έκαστος από μίαν διαφορετικήν κλίμακα υποχωρούντες χωρίς να παύση ο είς να βλέπη τον άλλον. — «Τον γνωρίζωείπεν η Ηρωδιάς, «ονομάζεται Φανουήλ, και ζητεί να πάρη τον Ιωχανάν, αφ' ου έχεις την τυφλότητα να τον διατηρής!» Ο Αντίππας αντέτεινεν ότι ηδύνατο μίαν ημέραν να χρησιμεύση. Αι κατά της Ιερουσαλήμ προσβολαί του, έφερον με το μέρος των τους λοιπούς Ιουδαίους.

Οι Μακεδόνες ούτοι μη δυνάμενοι να αντισταθούν εναντίον τόσου στρατού απεσύρθησαν εις τα δυσπρόσιτα μέρη και εις τα ωχυρωμένα.

Άμα δε είδον αυτούς οι εκ της Σπαρτώλου ψιλοί, υπερήφανοι διότι δεν είχον νικηθή και ενθαρρυνθέντες περισσότερον εκ της παρουσίας των, επιτίθενται πάλιν μετά των Χαλκιδέων ιππέων και των νεωστί ελθόντων κατά των Αθηναίων, οίτινες απεσύρθησαν προς τας δύο τάξεις, τας οποίας είχον αφήσει προς φύλαξιν των σκευών.