United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παλιές αγάπες, τη θολή την ώρα αυτή ως περνάτε και τρεμοφέγγετε στο φως λουσμένες το απαλό, βαθιούς απόμακρους αχούς σβησμένους μου ξυπνάτε, σαν τους που στέλνει η θάλασσα σε απάνεμο γιαλό. Μια σα θλιμμένη Παναγιά περνά χλομή· μια πλάνο, λαύρο σκορπά το γέλιο της και χύνεται φωτιά, άλλη αεράκι αργογλιστρά πρωινό στη χλόη απάνω, μιας άλλης χύνει αντάριασμα και τρικυμιά η ματιά.

Κι εσύ, αδελφή μου, κι εσύ… κι εσύ…» «Τι να σου πω, Έστερ; Μήπως με ζήτησε ο ίδιος; Πότε εξηγήθηκε; Στέλνει δώρα, έρχεται πότε πότε, κάθεται, φλυαρεί μαζί σου και σ’ εμένα σχεδόν δεν λέει κουβέντα. Τον έδιωξα ποτέ εγώ;» «Δεν τον διώχνεις, αλλά κάνεις κάτι χειρότερο. Γελάς όταν έρχεται, τον κοροϊδεύεις.» «Έτσι πρέπει!

Τόχα προβλέψει, είπε ο Μαρτίνος στον Αγαθούλης, πώς το ρεγάλο σου γρήγορα θα τρωγότανε και θα τους έκαμνε πιο δυστυχείς. Έχετε φάγει εκατομμύρια πιάστρα σεις κι' ο Κακαμπός, και δεν είστε πιο ευτυχής από την Πακέττα και τον αδερφό Γαρουφάλη. Αχ! Αχ! είπε ο Παγγλώσσης στην Πακέττα, ο ουρανός λοιπόν σας στέλνει σε μας.

Τώρα στ' ασκέρι πάλι ομπρός λαλείς και προφητέβεις πως τάχα τόσες συφορές για αφτό τους στέλνει ο Φοίβος, 110 τι εγώ στην πλούσια ξαγορά δεν έστερξα της κόρης, που κάλια αυτή τον πύργο μου να μου στολίζει θέλω.

Ο Ίλλος ως τόσο, θέλοντας να μάθη τον καθαυτό αίτιο, ξεκινάει και πηγαίνει στην Ισαυρία, βρίσκει στη φυλακή τον Επίνικο, και τον καταφέρνει να του ξεμυστηρευτή πως η Βερίνα τον έβαλε να ενεργήση τη δολοφονία. Γυρίζει ο Ίλλος στη Χαλκηδόνα, καταπείθει τον Αυτοκράτορα να του παραδώση την πεθερά του, την καλογερεύει, και τη στέλνει φυλακή μέσα σε κάστρο της Ισαυρίας.

Ο Ιμίν πασάς αφορμή γύρευε· και στέλνει διαταγή να κάμουν σουργούνι πέντε αρχόντους των Γιαννίνων, τον κυρ Δημητράκη Αθανασίου, τον κυρ Νικολάκη Τζίνη και τον κυρ Σπύρο Γγκούμα στα Μπιτώλια, το κυρ Δημήτρη Δρόσο και τον κυρ Γιαννάκη Νάγιου στο Πρεμέτι, και πρόσταξε να ξετάζουν τες δύο τσιούπρες του κυρ Γοργόλη στο Δεφδερδάραγά του που έστελνε εξεπιτούτου στα Γιάννινα.

Μίαν ημέραν ακούει πως ήλθεν ένας ιατρός θαυμάσιος Ινδιάνος εις την Δαμασκόν και ευθύς στέλνει και τον κράζει, του οποίου διηγείται τον πόνον του και την επιθυμίαν που είχε διά να αποκτήση ένα υιόν. Ο ιατρός τον ελυπήθη και έβαλεν όλην του την σπουδήν διά να τον χαροποίηση.

Τι σκεπασμένος με πηχτή θολούρα τον ζυγώνει... 790 και στέκει πίσω... του χτυπάει ώμους πλατιούς και ράχη μ' έτσι τη χούφτα ορθάνοιχτη που τούστριψαν τα μάτια. 792 Στάθηκε τότε ολόξαφνος, κι' εφτύς καθώς τον είδε 806 τρέχει ένας Δάρδανος κι' εκεί του στέλνει το κοντάρι από κοντά στη ράχη του, κατάμεσα των ώμων, του Πάνθου ο νιος ο Έφορβος που κάθε νιο νικούσε με το κοντάρι τ' άλογα τα φτερωτά ποδάρια· που κι' άντρες τότε ως είκοσι είχε απ' τ' αμάξια ρήξει 810 κιάς πρωτοβγήκε μ' αμαξά πώς πολεμούν να μάθει.

Μον έλα κάνας λειτουργός ας ρωτηθεί ή προφήτης, ή κι' ονειράτων ξηγητήςκι' αφτά τα στέλνει ο Δίαςπου να ξηγήσει τι μαθές μας χόλιασε έτσι ο Φοίβος, μην τούλειψε εκατοβοδιά, μην τάμα ξεχασμένο, 65 αν θέλει μαλλιαρά απ' αρνιά και τάβρους ίσως τσίκνα να λάβει, κι' απ' το φοβερό χαμό να μας γλυτώσειΈτσι είπε αφτός και κάθησε.

Αυτόν τον στέλνει ο Ευρυσθεύς στα παγωμένα μέρη της Θράκης, δύο άλογα ζευγάρι να του φέρη. Αυτός θα φιλοξενηθή στου Αδμήτου το παλάτι και μέσα από τα χέρια σου θα πάρη την γυναίκα. Έτσι κανένας από μας δεν θα χρωστάη χάρι σ' εσένα, και εγώ θα κάμω αυτό που θέλω και πιο πολύ θα σε μισώ αφ' ό,τι σ' εμισούσα.