United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και του χρόνου, παιδιά, στα σπίτια μας, ευχήθηκε. — Στα σπίτια μας, είπεν ο θερμαστής, μα θα σε θερίζ' η πείνα. Η «Παντάνασα» το νεόχτιστο μπάρκο του Βάραγγα φρεσκοβαμμένο, σημαιοστόλιστο αρμένιζε με φλόκους και πανιά μέσα στον κόρφο του Γαλαξειδιού. Έκανε το πρώτο ταξείδι του.

Μην τα πετάς τα μήλα σου, φέρε τατην ποδιά σου. Φέρε τα καιτον κόρφο σου για να τα φάμε αντάμα. Έλατην πέρα την πλαγιά, πούν' η πολλές η λεύκες Και τα ρουπάκια τα ψηλά, οπώχω το μαντρί μου Και στάνη και παραστάνη, να ιδής τα κρύα νερά μου, Και τες χλωρές μου τες βοσκές. Έλα να ιδής, βοσκούλα, Τα ισκιερά τα ορμάνια μου.

ΒΑΚΧ. Αυτά κρεμά σ' ένα πάτερο και τα θυμιάζει με το θειάφι και ρίχτει το αλάτι στη φωτιά. Την ώρα εκείνη λέγει και τα δύο ονόματα, το δικό του και το δικό σου. Έπειτα βγάζει από τον κόρφο της μία σβούρα και τη γυρίζει και συγχρόνως μουρμουρίζει βιαστικά κάτι λόγια βαρβαρικά που τ' ακούς και σηκώνεται η τρίχα σου. Με αυτά ο Φανίας εγύρισε πάλιν σ' εμένα.

Μοσχοβαλάει τριγύρω του και τον σφιχταγκαλιάζει 'Στον κόρφο της η άνοιξη, σαν νάτανε παιδί της. Χαρούμενα τα λούλουδα φιλούν το μέτωπό του.

Απάνω ορθοκάθεδρος ο κορμός, αρκουδοντυμένος, με ρόζους εδώ κ' εκεί κλειστούς στο πολυτρίχι μέσα, οργυιές εψήλωνε με προαιώνιο θράσος και έπαρσι. Και αποκεί κλαδιά και αντικλάδια πολύκαμπα, μυριόροζα, καμαρωτά και ολόισα έφευγαν περαδώθε, ψηλά και χαμηλά, λέγεις κ' έπασχαν ν' αποκλείσουν όλον τον πλατύχωρο κόρφο με το δίχτυ τους.

Και του ήλθε τότε εις την ανάμνησιν το τελευταίον γράμμα της εξαδέλφης του, οπού του έγραφε για τον θάνατον της μητέρας του, στην Μαρσίλια· εκεί οπού φόρτωναν τα τούβλα· το είχε μέσα εις το κόρφο του, σαν φυλακτό, το γράμμα εκείνο, και το είχε μάθει απόξω νεράκι; — Όταν θάφευγες, του έγραφεν η Λουξανιώ, η εξαδέλφη του, ήταν χαρούμενη· θυμάσαι με πόσαις ευχαίς και με πόσαις χαραίς σε κατευώδωσε.

Τέλος βαθύ μούγγρισμα στην άβυσσο αντήχησε και η θάλασσα εσήκωσε πελώριο κύμα καταπάνω μας. Το καΐκι επέταξε γοργόφτερο εμπρός. Και αμέσως μέγα κήτος εφάνηκε να πιάνη από άκρη σε άκρη τον κόρφο. Ήταν το γιούσουρι. — Να ιδώ! κ' εγώ να ιδώ!... Τρέχουν όλοι στην πρύμη να γνωρίσουν το στοιχειό. Το βλέπουν σκοτεινό κορμί και σταυροκοπούνται φοβισμένοι. — Εμπρός! λέγω στον καπετάν Στραπάτσο.

Καν απ' τη λουλουδόστρωτη δε βγήκαν Λακωνία, καν φτάσανε ως εδώ κι' αφτοί με τα θαλάσσια πλοία, 240 μα τώρα στων αντρών δε θεν τη μάχη να προβάλουν σα ντροπιασμένοι απ' τις πολλές πομπές μου κι' ατιμίεςΈτσι είπε, μα τους διο αδερφούς το χώμα τους κρατούσε στη Σπάρτη εκεί μες στης γλυκιάς πατρίδας τους τον κόρφο.

Πώς έφυγε το άθλο μου· τι έγινε το άκαρπο δεντρί; Κάτω βρίσκεται στον κόρφο του Βόλου, απάνω στον θεόχτιστον πάγκο του με τις λεπιδωτές ρίζες, αρκουδοντυμένον τον κορμό, κλαδιά και παρακλάδια του περαδώθε, λέγεις και πάσχει ν' αποκλείση όλα στο δίχτυ του.

Εχωρίστηκεν έτσι σε δυο η γολέτα. Εδώ η Κόλαση· εκεί Παράδεισος. Εκείνη εθύμωσε. — Παλιόγερε! του εψιθύρισε πεισματικά· παλιόγερε! Με πήρες περιστέρι από τον κόρφο της μάνας μου και κοντέβεις να με κάμης κουρούνα με τις γρίνιες σου. Κ' ελύθηκε στα δάκρυα. Μα δεν εβάσταξε πολύ. Σε λίγω πάλι τα γέλοια και τα χάχανα. Σβούρα πάλι από άκρη σε άκρη στο κατάστρωμα.