United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν μπορεί να είναι αυτός…Τελικά ρώτησε λίγο απότομα: «Ποιος είναι;» «Φίλος», απάντησε μια ξένη φωνή. Η Νοέμι όμως δεν κατάφερνε να ανοίξει, τόσο πολύ έτρεμαν τα χέρια της. Ένας νέος άντρας που έμοιαζε με εργάτη, ψηλός και χλωμός, ντυμένος στα πράσινα, με κίτρινα σκονισμένα παπούτσια και μικρό μουστάκι στο χρώμα των παπουτσιών, στεκόταν μπροστά στην εξώπορτα στηριζόμενος σε ένα ποδήλατο.

Είμαστε μεις που σέρνουμε μαζί μας τη δυστυχία; ρώτησε. Χαμογέλασα. Ο λόγος της μου φάνηκε υπερβολικός. — Πάμε στο τρίτο νησί. Εκεί ξέρουμε πως όλα είναι όπως είτανε, είπα. Μα η Έλσα κούνησε το κεφάλι και σηκώθηκε απότομα: — Πάμε από το δάσος, απ' τον παλιό δρόμο. Και χωρίς να περιμένη την απόκρισή μου, τράβηξε μπροστά.

Εγώ που άλλοτε έλεγα σόποιο με ρωτούσε ποιαν αγαπώ και ποια θα πάρω, τώρα ήθελα να κρύβω την αγάπη μου στα κατάβαθα της καρδιάς μου. — Σε κιαμμιά, είπα απότομα. Θες να τση το πω; Μιλιά εγώ. Αλλ' όταν ο αγωγιάτης δευτέρωσε την ερώτηση του, δεν κρατήθηκα κείπα όχι μένο ζωηρό ανασήκωμα του κεφαλιού. Ο Δρακογιώργης γέλασε.

Δεξιά και αριστερά υψούντο βουνά πετρώδη, φαλακρά και απότομα, εις την αντιπέραν δε όχθην ηπλούτο εκτεταμένη έρημος επί της οποίας εχόρευον όλοι οι άνεμοι, εγείροντες βουνούς πελωρίους άμμου.

Επειδή λοιπόν ένεκα των σκέψεων τούτων το πράγμα εφαίνετο δύσκολον εις τους άρχοντας, και ο Ερμοκράτης δεν ηδύνατο να τους πείση, ιδού τι επενόησεν ούτος εις την περίστασιν ταύτην. Φοβηθείς μήπως οι Αθηναίοι κατορθώσουν διά νυκτός να διέλθουν ανεμποδίστως τα μάλλον απότομα μέρη, έστειλε προς την εσπέραν τινάς των οικείων του μετά ιππέων εις το στρατόπεδον των Αθηναίων.

Κατέβηκε απ’ το κρεββάτι. . . έπεσ' απ’ το κρεββάτι. . . Καλέ! καλέ πέθανε καλέ !. . Αχ, Κύριε Νίκο ! δεν ακούτε; πέθανε Κύριε Νίκο ! Δεν τη βλέπετε Κύριε Νίκο ; Αχ, Θε μου! θε μου! τώρα τι να κάνουμε ; τώρα τι να κάνουμε; Έτσι ξεφώνιζε αλαλιάρα, φρενιασμένη απ’ την τρομάρα της που την είχε παγώσει όλην ως μέσα στην ψυχή της, η Λιόλια, σαν είδε τη Βεργινία πλαγιασμένη ξέπνοη μες του φεγγαριού το αργυρόγλαυκο ποτάμι. . κι αρχίνησε να κλαίη, να θρηνή. . . Ο Νίκος, ξεσυρμένος έτσι απότομα, σαν απ’ τα μαλλιά, μέσ' απ την ονειρεμένη του αγκαλιά, δεν κατάλαβε στην αρχή που βρισκόταν και τι του γινόταν.

Έπειτα το εψήλωνε απότομα με τα μάτια κάπου γιαλιστά, στον αιθέρα στυλωμένα δίχως έκφρασι και ζωή, σαν να είχεν αφαιρεθή από τα κοσμικά για να εξηγήση τους ήχους.

Και ο Έφις ένιωθε να τον πλησιάζει ο θάνατος, σιγά σιγά, σαν ν’ ανέβαινε σιωπηλός το μονοπάτι συνοδευόμενος από μια ακολουθία περιπλανώμενων πνευμάτων, από τον ήχο του κόπανου κάτω στο ποτάμι των πάνας, από το ελαφρό φτερούγισμα των αθώων ψυχών που είχαν μεταβληθεί σε φύλλα, σε λουλούδια… Μια νύχτα βρισκόταν σε νάρκη μέσα στην καλύβα όταν ξύπνησε απότομα σαν να τον τράνταξε κάποιος.

Σίγουρα κάποιος ερχότανε∙ και πραγματικά τα σκυλιά άρχισαν ξαφνικά να γαβγίζουν στα κοντινά κτήματα και όλο το τοπίο που λίγο πριν έμοιαζε να κοιμάται μέσα στον ψίθυρο της προσευχής των βραδινών ήχων, γέμισε από αντίλαλους και βοή, σαν να ξυπνούσε απότομα. Ο Έφις άνοιξε πάλι.

Βλέπων τα σκοτεινά απότομα πλευρά του ανελογιζόμην ακουσίως πόσα άρά γε πλοία συνετρίβησαν εκεί, πόσαι υπάρξεις εσβέσθησαν εις τα νερά, τα οποία εμαύριζεν η σκιά του! Προς βορράν, εις την απέναντι πλευράν του κόλπου, η σειρά των λόφων κατέβαινε προς την θάλασσαν διά γραμμής ολιγώτερον αποκρήμνου.