United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είμαστε μεις που σέρνουμε μαζί μας τη δυστυχία; ρώτησε. Χαμογέλασα. Ο λόγος της μου φάνηκε υπερβολικός. — Πάμε στο τρίτο νησί. Εκεί ξέρουμε πως όλα είναι όπως είτανε, είπα. Μα η Έλσα κούνησε το κεφάλι και σηκώθηκε απότομα: — Πάμε από το δάσος, απ' τον παλιό δρόμο. Και χωρίς να περιμένη την απόκρισή μου, τράβηξε μπροστά.

Γελούν λοιπόν και τ' άψυχα μαζί του; Έσκυψε με θυμό, άδραξε το κλειδί, τόβαλε στην κλειδαρότρυπα, άνοιξε. — Μητέρα! φώναξε με ολότρεμη φωνή. Έτρεξε στην κρεββατοκάμαρα, στη σάλα, στο δωμάτιό του, στο μαγεριό. Κατέβηκε τρεχάτος στο κατώι, έψαξε στην αυλή, στο κοτέτσι. — Μάννα! ξαναφώναξε δυνατώτερα. Πουθενά απόκριση. Τον έπιασε αποκαρωμάρα.

Γνωρίζω μόνο πως δεν μπορεί να το νοιώση κανείς. Τι εννοούσε με τούτο, ανήκει στο άγνωστο, στο άγνωστο, που όλοι ρωτούνε γι' αυτό, κανείς όμως δεν παίρνει απόκριση. Μα πώς μπορούσα να το νοιώσω τότε αυτό; Η ζωή μου είταν ευτυχισμένη, οι μέρες μας φαιδρές, τα παιδιά μας μεγαλώναν και γεμίζανε το σπίτι μας με τη χαρά τους.

Ένα γύρο τον κόσμο γυρίζω και γυρεύω παντού το ψωμί, που το βρίσκουν κι εγώ δε γνωρίζω· κουρασμένο βαριά το κορμί, μα η ψυχή λαχταρά πεινασμένη το ψωμί που καθένας χορταίνει. Πόσους ρώτησα σ' όλους τους δρόμους, όσους έτυχε μπρος μου να βρω! άλλοι σήκωσαν μόνο τους ώμους, άλλοι μου είπανε λόγο πικρό, κι όποια ακόμα κι αν χτύπησα θύρα καμιά απόκριση πίσω δεν πήρα.

Βρίσκει τον κύριο του κατά γης, το πιστόλι και αίμα. Φωνάζει, τον πιάνει· καμμία απόκριση, εροχάλιζε μόνον ακόμη. Τρέχει στους γιατρούς, στον Αλβέρτο. Η Καρολίνα ακούει το κουδούνι την πιάνει τρόμος. Εξυπνά τον άνδρα της, σηκώνονται, ο υπηρέτης κλαίοντας και τραυλίζοντας τους αναγγέλλει την είδηση! Η Καρολίνα πέφτει λιποθυμισμένη στα πόδια του Αλβέρτου.

Οι μεγάλοι τον κύτταζαν ξαφνισμένοι σαν περνούσε, του μιλούσαν, του φώναζαν: «Αι! Αι! παλικάρι»... Αυτός όμως τραβούσε το δρόμο του, χωρίς να δίνη απόκριση. Οι γυναίκες μόνο τον κύτταζαν με συμπάθεια και δεν του μιλούσαν. Μιλούσαν μόνο ανάμεσό τους για το χλωμό του πρόσωπο, τα μακρυά του μαλλιά και τα μεγάλα βαθουλωμένα μάτια τον, μιλούσαν για το γλυκύ παράπονο που ήτανε χυμένο στην όψη του.

Από μέρους της ευχαρίστως θα διέταζε να του πουν πως δεν ήτο εκεί, και όταν μπήκε του εφώναξε με είδος ζωηρής ταραχής: — Δεν εφυλάξετε το λόγο σας. Δεν υποσχέθηκα τίποτε, ήτον η απόκρισή του. — Έπρεπε τουλάχιστον να υπακούσετε στην παράκλησή μου, είπεν εκείνη· σας παρεκάλεσα για την ησυχία και των δυο μας. Όλη η δύναμη αυτών των λόγων τον εκυρίεψε τον δυστυχισμένο.