United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Ω, ποτέ! ποτέ! είπεν η Αϊμά μετά φρίκης. Η κατατρύχουσα την νεανίδα ανάμνησις απετέλει δι' αυτήν συναίσθημα όλως αυτόματον και νευρικόν. Ο τρόμος αυτής προήρχετο εκ της σφοδροτάτης και σπαρακτικής εκείνης εντυπώσεως, ήτις εκφράζεται παρ' ημίν διά της φράσεως: &επήρε φρίξι!& Υπό την εντύπωσιν ταύτην, η κόρη ήσπαιρε κατά γράμμα ως ιχθύς.

Εγώ ξέρω ότι όσοι είσθε μέσα με γελάτε· Και αν έχετε τωόντι εις τον νου σας, διπλωμάται, Να μη δώσετε εκείνο, που στο έθνος μας ανήκει, Είνε έγκλημα, σας λέγω, είνε τρόμος, είνε φρίκη. Είπατέ μου, ειδέ άλλως ούτε βήμα δεν κουνώ, Και μπαστάκας εδώ έξω εις την πόρτα θα γενώ.

Τα χείλη του Ησαΐα Αραχνιασμένα και βουβάτον ύπνο τους σπαράζουν Και μουρμουρίζουνε βραχνά: — » Αφωρεσμένος νάναι» ... Έφτυσεν αίμα καταγής του Παπαγιάννη η γλώσσα Κι' ανταποκρίθηκε κι' αυτή: — » Αμήν... αφωρεσμένος.» — Εχάθηκ' ο διαλαλητής... ανατριχύλα... τρόμος. Μηρμύγκιαζε η Αρβανιτιά. Τάλογο του Βριόνη Τους διαχωρίζει εδώ κ' εκεί και τους δαγκάει την πλάτη. Σαλάγα τους Ομέρπασα!

Παρ' αυτώ, ως συμβαίνει εις πολλούς χαρακτήρας επιφανείς επί της ιστορικής σκηνής, απιστία και δεισιδαιμονία εκ παραλλήλου έβαινον. Αλλ' ο τρόμος ενόχου συνειδήσεως δεν τον έσωζεν από των κακούργων παραφορών βιαίας θελήσεως. Ήτο άνθρωπος παρ' ω απετελέσθη το χείριστον κράμα των χαρακτήρων Ρωμαίου, Ασιάτου και Έλληνος.

Την ημέραν η σκέψις αύτη ήτο υπερβολικός τρόμος, αλλά την νύκτα έφθανε σχεδόν εις τον παροξυσμόν. Όταν τα δύσμορφα σκότη εκάλυπταν την γην, φοβούμενος εις κάθε μίαν σκέψιν μου από ταύτας έτρεμα, έτρεμα σαν τα πούπουλα που τρέμουν επάνω εις τα κοράκια.

Δεν στέναξεν ο βασιλειάς ποτέ του μόνος· ολόκληρον λαόν σφάζει του πρώτου ο πόνος. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Διά το ταξείδι αυτό χωρίς αργοπορίαν, παρακαλώ, συγυρισθήτε, ότ' είναι τέλος ανάγκη ν' αλυσσοδεθή τούτος ο τρόμος , 'πού ελεύθερος γυρίζει. ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Ευθύς θα ετοιμασθούμε. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Κύριε, πηγαίνειτο δωμάτιον της μητρός του.

Έφτασε μπροστά στη Νοέμι και βλέποντάς την αναστατωμένη σταμάτησε, ενώ εκείνη ακουμπούσε βαριά με το ανοιχτό της χέρι στον τοίχο για να μην πέσει, τόσο πολύ την είχαν ταράξει η επιθυμία και ο τρόμος να μιλήσει στον διαβάτη. Εκείνος όμως ρώτησε. «Τι συμβαίνει, ΝοέμιΚι εκείνη ένιωσε να λιγοψυχά, να θέλει να φωνάξει βοήθεια. «Πρέντου, κάνε μου μια χάρη.

Σκηνή αγωνίας. — Ιδρώς ως αίματος θρόμβοι. — Όχι ο φόβος του θανάτου. — «Σίμων, καθεύδεις;» — Η δευτέρα αγωνία. — Οι μαθηταί κοιμώμενοι. — Η τρίτη αγωνία και η νίκη. — «Καθεύδετε το λοιπόν και αναπαύεσθε». — Το φίλημα του Προδότου. — «Τίνα ζητείτε;» — «Εγώ ειμι». — Τρόμος της σπείρας. — Ιστορικοί παραλληλισμοί. — Σύλληψις του Ιησού. — Το κτύπημα του Πέτρου. — Δέσμευσις και απαγωγή.

Και όμως είχον παρέλθει μακρά έτη, και η εντύπωσις αυτής εσώζετο εισέτι, και διηγείρετο εκάστοτε ακμαία εις πάσαν πρόκλησιν. Εντεύθεν εξηγείται ο τρόμος αυτής ενώπιον της δεσποτικής απαιτήσεως της Σιξτίνης. Αύτη πάλιν βλέπουσα τον ακατανόητον τούτον φόβον της νέας ησθάνετο την περιέργειάν της ερεθιζομένην.

Κει μέσα η Σκύλλα κατοικεί και φοβερά γαυγίζει• 85 φωνούλαν έχει ωσάν μικρού νεογεννημένου σκύλου• αλλ' είναι αυτή τέρας κακόν• ουδέ θνητός κανένας ή αθάνατος θα χαίρονταν αν την εθεώρα εμπρός του. πόδια 'χει εκείνη δώδεκα και αμόρφωτα είναι όλα, έξι λαιμούς μακρύτατους, και μέσα εις τον καθέναν 90 μιαν κεφαλήν τρομακτικήν, όπ' έχει τρεις αράδαις δόντια πολλά, πυκνότατα, μαύρου μεστά θανάτου. και εις τ' άντρο ευρίσκεται η μισή κρυμμένη και από εκείνο το φοβερό το βάραθρο ταις κεφαλαίς προβάλλει, και αυτού ψαρεύει, ψάχνοντας ολόγυρα εις τον βράχο, 95 δελφίνια και σκυλόψαρα, και, αν τύχη, μέγα κήτος, 'π' άμετρα βόσκ' η βροντερήτα κύματ' Αμφιτρίτη. ναύτης δεν επαινέθηκε 'που εκείθε με το πλοίο χωρίς να πάθη εδιάβηκε• με κάθε κεφαλή της έναν απ' το μαυρόπλωρο καράβι αρπάζ' η Σκύλλα. 100 και τούτου χαμηλότερον θα ιδής τον άλλον βράχο• σιμά 'ναι, οπού θα ετόξευες απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος• μεγάλην έχει αγριοσυκιά, πολύφυλλη, και κάτω την μαύρην άρμη αναρρουφά η Χάρυβδις η θεία. τι την ημέρα τρεις φοραίς ξερνά, και τρεις ρουφάει, 105 τρόμος! μη τύχης εσύ κει την ώρα οπού ρουφήση• ότι δεν θα σ' εφύλαγε και αυτός ο κοσμοσείστης. αλλά το πλοίο στρέψε συ της Σκύλλας προς τον βράχο γλήγορα, και προσπέρασε• προτίμα έξι συντρόφους να χάσης απ' το πλοίο σου παρ' όλους να τους κλάψης». 110