United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια φορά μου είπε ήσυχα, σα για να μη την ακούσουν ούτε τα πουλιά που γλυκοτσιμπιώνταν απάνω στα κλωνάρια του δάσου. — Γιατί δε λες και συ τίποτα, πούνε η πρώτη χαρά σου; Χαμογέλασα μοναχά και δεν έχω αντιλογιά ότι τα μάτια μου, που την αντίκρυσαν, της φανέρωσαν τη γλυκειά ανατριχίλα που περίτρεξε από φλέβα σε φλέβα κι απ' αρμό σ’ αρμό το αίμα μου.

Ναι, μα είναι αλήθεια πως περάσανε περσότερα από δέκα χρόνια; Είναι αλήθεια πως γεράσαμε τόσο; — Σε λυπεί αυτό; απάντησα και χαμογέλασα. Ακκούμπησε απάνω μου και πήρε το χέρι μου. — Είτανε μια εποχή, που είχα τόσο φόβο από τα γερατιά, είπε. Και τον έχω ακόμα. Μα δε νοιώθω γιατί λένε πως στα νιάτα του αγαπά κανείς περσότερο και πως είναι πιο ευτυχισμένος. Εκείνοι που το λένε δε θαγαπήσανε ποτέ.

Κι αυτό είταν κ' η αλήθεια· κι αν δε μας εμπόδιζε ναπολαβαίνουμε το καλοκαίρι, είτανε γιατί είμαστε συνειθισμένοι τόσα χρόνια με το φιλάστενο της γυναικός μου, κ' έτσι βρίσκαμε το πράμα φυσικό. Ο Σβεν όμως δεν εννοούσε να πειστή με κανέναν τρόπο κ' έμεινε στη θέση του. — Το &ξέρω& πως θαρθή &σήμερα&, είπε. Χαμογέλασα για τη βεβαιότητα που είχε και προχώρησα.

Είμαστε μεις που σέρνουμε μαζί μας τη δυστυχία; ρώτησε. Χαμογέλασα. Ο λόγος της μου φάνηκε υπερβολικός. — Πάμε στο τρίτο νησί. Εκεί ξέρουμε πως όλα είναι όπως είτανε, είπα. Μα η Έλσα κούνησε το κεφάλι και σηκώθηκε απότομα: — Πάμε από το δάσος, απ' τον παλιό δρόμο. Και χωρίς να περιμένη την απόκρισή μου, τράβηξε μπροστά.

Χαμογέλασα με το ζήλο της, ενώ ταυτόχρονα τα λόγια της μου θερμαίνανε την καρδιά. — Γιατί θέλεις να συγκρίνης; είπα. — Γιατί αυτό με κάνει ευτυχισμένη, απάντησε. Κ' ενώ έμεινε ορθή εκεί μπροστά μου και με κοίταξε, πρόστεσε: — Άφησέ με να το πω τώρα, γιατί δεν πιστεύω να βρω άλλη φορά περίσταση να σου το πω: Το βρίσκω τόσο παράξενο όταν συλλογίζουμαι τον πρώτον καιρό που παντρευτήκαμε.

Μια φορά μου είπε ήσυχα, σα για να μη την ακούσουν ούτε τα πουλιά που γλυκοτσιμπιώνταν απάνω στα κλωνάρια του δάσου. — Γιατί δε λες και συ τίποτα, πούνε η πρώτη χαρά σου; Χαμογέλασα μοναχά και δεν έχω αντιλογιά ότι τα μάτια μου, που την αντίκρυσαν, της φανερώσαν τη γλυκειά ανατριχίλα που περίτρεξε από φλέβα σε φλέβα κι απ' αρμό σ' αρμό το αίμα μου.

Τώρα περάσανε σιμά μου χωρίς να μου αφήσουνε σημάδι, σα να μην είχανε ειπωθεί. Τα πήρα σαν τα τελευταία κύματα έπειτα από την τρικυμία, σαν την τελευταία αλαφρή φουσκοθαλασσιά έπειτα από την ταραχή του πελάγου. Χαμογέλασα με τη βεβαιότητα του νικητή, που την ξανακέρδισε πάλι, και την κοίταξα στα μάτια κ' είπα: — Τώρα όμως θέλεις να ζήσης; — Ναι, είπε. Θέλω να ζήσω για σένα και για τα παιδιά.