United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όπου καμμιά παρδαλή, όπου καμμιά ξεμυαλισμένη, όπου καμμιά φτιασιδού, εκεί πέφτανε τα μάτια των αντρών. Κανένας δε γύριζε να κυττάξη τις κοπέλλες. Η φρονιμάδα κ' η νοικοκυροσύνη δεν είχανε πια πέρασι, όπως στον παληό καιρό. Όμως η Ταρσίτσα είχε κ' ένα παράπονο με τον παπά. Ποτές δε φρόντισε κι' αυτός σαν καλός συγγενής για την αποκατάστασί της. Ποτές δεν κούνησε το χέρι του.

Η ντόνα Έστερ τον βρήκε έτσι, ήρεμο, ακίνητο, κάτω από το χράμι, άκαμπτο. Τον κούνησε, τον φώναξε και μόλις κατάλαβε ότι ήταν νεκρός και ότι τον άφησαν να πεθάνει μόνος, άρχισε να κλαίει γοερά, με ένα βραχνό βογγητό που την τρόμαξε. Προσπάθησε να ηρεμήσει, αλλά δεν μπορούσε∙ λες και μια ψυχή θρηνούσε μέσα της ενάντια στη θέλησή της.

Έβγαλε την ασημένια ταμπακιέρα, την κούνησε, την άνοιξε και την πρόσφερε πρώτα στην ντόνα Έστερ, έπειτα στην ντόνα Ρουθ και τέλος στην ίδια την Καλίνα. «Ωραίο παλικάρι, ντόνα Έστερ, αλλά προσοχήΣήκωσε το ράσο για να ξαναβάλει στην τσέπη την ταμπακιέρα και ξαναδίπλωσε και έστριψε το τιρκουάζ μαντήλι του χτυπώντας τις άκρες του στο στήθος. «Ντόνα Έστερ, προσοχή.

Εκείνος τράβηξε λοιπόν το κομπόδεμα με τα νομίσματα που είχαν συγκεντρωθεί εκείνη την ημέρα και αφού το κούνησε λίγο μπροστά τους, κοιτάζοντάς τους και χαμογελώντας, το άφησε να πέσει στο χέρι του πραγματικού τυφλού και έφυγε. Ελεύθερος! Είχε όμως ακόμη την εντύπωση ότι σέρνει από πίσω τους συντρόφους του και ανησυχούσε γι’ αυτούς.

Ο Σβεν κούνησε τΟ κεφάλι κ' έμεινε στη θέση του. — Μα γιατί; — Περιμένω τη μαμά, είπε ο μικρός αδερφός με μεγάλη σταθερότητα. — Μα ξέρεις πως η μαμά θα βγη έξω πολύ αργότερα. Η μαμά δεν είναι τόσο καλά, όπως πριν, και πρέπει να μένη αργά στο κρεββάτι, γιατί δεν κοιμάται τη νύχτα.

Ο μικρός ο Λεωνίδας, πούχε ακούσει τα μισά της λόγια, γύρισε και κύτταξε τον πατέρα του. — Δε μου λες, πατέρα, τρελλάθηκε η θειά η Ταρσίτσα; Ο παπάς κούνησε το κεφάλι του: — Ή τώρα τρελλάθηκε, παιδί μου, ή τώρα βρήκε τα λογικά της. «Άδηλα και κρύφια» τα μέσα του ανθρώπου... «Μ' έφαε το σκυλί

Το θυμώσατε Μικέλι;», το ανθρωπάκι ένευσε πως ναι, αλλά κούνησε το κεφάλι με αποδοκιμασία. «Και αυτός με έσωσε, μ’ έβαλε στο κρεβάτι σαν να ήμουν μωρό. Με έδενε όταν έβγαινε. Είχα υψηλό πυρετό, αλλά έπειτα πέρασαν όλα και τώρα είμαι χαρούμενος και ευχαριστημένος. Έτσι δεν είναι Μικέλι; Δεν είμαι χαρούμενος και ευχαριστημένος; Έλα Έφις, μίλησε.

Κούνησε το κεφάλι κάνοντας ζωηρή χειρονομία. — Όχι, φώναξε, δε θέλω τίποτες άλλο από αυτό που υπάρχει, θέλω να κοιμηθώ μια μέρα στη γις, κάτω από έναν ανθοσπαρμένο σωρό χώμα. Αυτό είναι όλο όλο εκείνο που θέλω και γι' αυτό παρακαλώ το θεό κάθε βράδι. Κάθε βράδι έκανε τη δέησή της στο θεό κι όμως δεν πίστευε στην αθανασία.

Είμαστε μεις που σέρνουμε μαζί μας τη δυστυχία; ρώτησε. Χαμογέλασα. Ο λόγος της μου φάνηκε υπερβολικός. — Πάμε στο τρίτο νησί. Εκεί ξέρουμε πως όλα είναι όπως είτανε, είπα. Μα η Έλσα κούνησε το κεφάλι και σηκώθηκε απότομα: — Πάμε από το δάσος, απ' τον παλιό δρόμο. Και χωρίς να περιμένη την απόκρισή μου, τράβηξε μπροστά.

Τίποτις με το φακόλο δεν αλλάζει· η γλώσσα μήτε κούνησε . Το ίδιο και με τη γενική του καφέ. Για να είναι τόνομα γραικικό, πρέπει νάχουμε φωνήεντο στη γενική κι αφτό το φωνήεντο να είναι το ίδιο φωνήεντο που ακούγεται στην ενική ονομαστική. Ο γενικός αφτός ο νόμος είναι πολύ παλιός. Έχει την αρχή του στην ελληνική.