United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να μαγαπάς μέσ' στην καρδιά σου. Δε σου ζητώ άλλο πράμμα. Έλα 'δα να σε φιλήσω, για υστερνή βολά, γιατί φοβούμαι πως θα μάςε χωρίσουνε παντοτεινά και δε θέλω να σε θωρώ κρυφά, σαν κλέφτρα. Κιως να είχε σβυσθή το πάθος πούχαν έως τότε τα φιλιά της, ως να εξαγνίσθη στον πόνο η αγάπη της και γύρισε στην πρώτη αθωότητα, μούδωκε ένα ήρεμο, μητρικό ασπασμό στο μέτωπο.

Στην ρίζα του, τρέχει γρήγορο το νερό καθαρής βρυσούλας, και πέφτει σε μαρμάρινη μικρή λίμνη, ήρεμο και διαυγές. Έπειτα ακολουθεί μια στενή κοίτη, περνάει έτσι όλον τον κήπο και φθάνει ως τον πύργο, περνώντας μέσα στο εσωτερικό του και μάλιστα μέσα στο διαμέρισμα των γυναικών. Λοιπόν, σύμφωνα με τη συμβουλή της Βραγγίνας, ο Τριστάνος έκοβε με τέχνη κομματάκια ξύλο και λεπτά κλαράκια.

Ο ένας το εξαπολούσε, ο άλλος το έπιανε και το εγύριζε με ξεχωριστή απάθεια και μ' ένα τρόπο τόσο ήρεμο που βέβαια θα έλεγες πως χωρατεύουν, ή, ξέρω κ' εγώ, πως είνε θεατρίνοι και κάνουν δοκιμές, ή στο τέλος, πως τα λόγια εκείνα αναφέρουνται σε καμμιά υπόθεσι ξένη και πως τα έλεγαν ο γυιός και η μάννα για να γελούν να περνά η ώρα τους. Και ακόμα ένα πιο παράξενο πράμμα.

Η ντόνα Έστερ τον βρήκε έτσι, ήρεμο, ακίνητο, κάτω από το χράμι, άκαμπτο. Τον κούνησε, τον φώναξε και μόλις κατάλαβε ότι ήταν νεκρός και ότι τον άφησαν να πεθάνει μόνος, άρχισε να κλαίει γοερά, με ένα βραχνό βογγητό που την τρόμαξε. Προσπάθησε να ηρεμήσει, αλλά δεν μπορούσε∙ λες και μια ψυχή θρηνούσε μέσα της ενάντια στη θέλησή της.

Μέσα σ’ εκείνους τους χτύπους παλλόταν και η καρδιά του Τζατσίντο και του Έφις του ερχόταν να κλάψει όταν τον σκεφτόταν. Να τος, του φαινόταν ότι τον είχε πάντα μπροστά στα μάτια του, ψηλό, ήρεμο, άσπρο από το αλεύρι, σαν νεαρό φυτό που το σκεπάζει η πάχνη, εξαγνισμένο από την εργασία και από την πρόθεσή του να κάνει το καλό. Όλοι τον αγαπούν κι εκείνος είναι ευγενικός με όλους.

Και αποχαιρετά μ' ένα βλέμμα μελαγχολικό αλλά ήρεμο τη μάνα που τον εγέννησε, τους φίλους που τον επίστεψαν, τον λαό που τον ετυράνησε· τη γη που είδε τα φαρμάκια και τον Ουρανό που άνοιξε φιλόστοργη αγκαλιά να δεχθή το σώμα του. Η μάνα ήταν εκεί και τα έβλεπεν όλα. Ήθελε να φωνάξη, να τρέξη για να τον σώση από τα χέρια των κακούργων, αλλά δεν ημπορούσε να βγάλη φωνή από τον λάρυγγά της.