United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποίος είναι πιο φιλόξενος στων Θεσσαλών τη χώρα κι' απ' όλους όσοι κατοικούν εις την Ελλάδα; Όμως τόσω γενναίος αν φάνηκε, αχάριστον δεν βρήκε. Αλλοίμονο! Αλλοίμονο! Τι μαύρη η επιστροφή μου και μαύρη του ανακτόρου μου η όψι! Αλλοίμονο μου! Αλλοίμονο, που να σταθώ και που να πάω τώρα, και τι να πω; Καλλίτερα να είχα κ' εγώ πεθάνει! Τι άτυχον μ' εγέννησεν η μάννα μου!

Η ντόνα Έστερ τον βρήκε έτσι, ήρεμο, ακίνητο, κάτω από το χράμι, άκαμπτο. Τον κούνησε, τον φώναξε και μόλις κατάλαβε ότι ήταν νεκρός και ότι τον άφησαν να πεθάνει μόνος, άρχισε να κλαίει γοερά, με ένα βραχνό βογγητό που την τρόμαξε. Προσπάθησε να ηρεμήσει, αλλά δεν μπορούσε∙ λες και μια ψυχή θρηνούσε μέσα της ενάντια στη θέλησή της.

Τι να είχε γείνει ο καημένος ο Τασιούλας; Άλλοι έλεγαν, ότι τον καιρό, που πήγαινε στη Βλαχιά είχε πέσει από το μουλάρι στο Δούναβη και πνίγηκε, άλλοι πάλι, ότι στο Γιάσι, που καταστάθηκε, τον αγάπησε μια Βλάχα για την ομορφιά του και τον παντρεύτηκε, άλλοι ότι είχε πεθάνει από αρρώστεια, κι' άλλοι πάλι έλεγαν άλλα.

Έτσι είπε, κι' όλοι σώπασαν οι άλλοι δίχως λέξη. 95 Μα πρόβαλε ο πολεμιστής Μενέλας και τους είπε «Κι' εμένα τώρα ακούστε με! τι πιο πολύ η δική μου καρδιά πικραίνεται. Θαρρώ πως να χωρίστε τώρα οι διο σας πια, γιατί πολλά περάσατε μαρτύρια για τη δική μου διαφορά και τ' άδικο του Πάρη. 100 Κι' όπιου μας είναι εδώ απ' τους διο γραφτό του να πεθάνει, ας πέσει! μόνε οι άλλοι σας αμέσως να χωρίστε.

Αν έχει πεθάνει, σχωρεμένος νάναι, κι' άγιο το χώμα του, πούναι πεσμένος, αλλ' αν ζη και λησμόνησε τη γυναίκα τουεσένα, παιδί μου, δε σε ξέρει, αν ήρθες στον κόσμοκαι λησμόνησε το σπίτι του, τα υπάρχοντά του, το Χωριό του, την πατρίδα του, από το Θεό να το βρη, με την αδικία που μας έχει κάνει των δυονών μας! Άρχισε να κλαίη.

Τελικά η θεία Νοέμι συνήλθε και με απομάκρυνε με το χέρι της, ενώ έλεγε: καλύτερα να είχα πεθάνει πριν έρθει αυτή η μέρα. Εγώ τη ρωτούσα: γιατί; γιατί; θεία Νοέμι, γιατί; Κι εκείνη με το ένα χέρι με απομάκρυνε και με το άλλο έκρυβε τα μάτια. Τι βάσανο! Γιατί ήρθα, Έφις; Γιατί;» Ο υπηρέτης δεν ήξερε τι να πει.

Έδειξε τόση αγάπη και συμπάθεια για μένα, ο αφεντικός μ', που δεν μολογιέται. Με θεωρούσε σαν παιδί τ'. Εκεί μια μέρα, ύστερα από λίγον καιρό, μώδωκε ένα γράμμα, και το γράμμα αυτό διαλάβαινε ότι είχες πεθάνει, εσύ! Μαθόντας αυτήν την είδηση κόπηκα στα κλάματα.

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Κι όμως έχει πεθάνει. Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Κανείς δεν είδε τον νεκρό να βγάζουν.... Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Πώς το ξέρεις; εγώ δεν έχω όπως συ καμμιά εμπιστοσύνη. Εσύ τι τάχα σκέπτεσαι και έχεις τόσο θάρρος; Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Μπορεί ποτέ ο Άδμητος να θάψη μια γυναίκατέτοια γυναίκα! έρημη, χωρίς να μας καλέση; Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Ίσως δεν έχεις άδικον.

Την κοίταζε λίγο κουρασμένος και νυσταγμένος, κι εκείνη, μαύρη φιγούρα με φόντο το λαμπερό ακόμη παράθυρο, με τα πυκνά μαλλιά και τα μικρά χέρια ακουμπισμένα στο φτωχικό τραπέζι, πρέπει να του θύμιζε τις νοσταλγικές διηγήσεις της μητέρας του, επειδή άρχισε να ρωτάει για πρόσωπα του χωριού που είχαν πεθάνει ή που δεν ενδιέφεραν καθόλου την Νοέμι. «Ο θείος Πιέτρο; Πώς είναι αυτός ο θείος Πιέτρο; Είναι ο πλουσιότερος, ε; Πόσα μπορεί να έχει;» «Είναι πλούσιος, βέβαια, αλλά είναι ένας στριμμένος!

Τότε πήγε και έκλεισε την εξώπορτα για να μην έρθει κανείς ξαφνικά και τη δει να οδύρεται μ’ αυτόν τον τρόπο για το νεκρό υπηρέτη και μάθει ο κόσμος ότι τον άφησαν να πεθάνει μοναχό, ενώ για την οικογένεια εκείνη ήταν μια μεγάλη μέρα γιορτής.