United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθισαν στην κουζίνα αλλά ο αστός ετοίμαζε το δείπνο και ο Έφις δεν ήθελε να μιλήσει μπροστά του. Όσο για τον Τζατσίντο, εκείνος αστειευόταν και γελούσε και δεν ενθάρρυνε τη συζήτηση. Μέσα από το παραθυράκι φαινόταν πάνω στους βράχους της Ορτομπένε ο Λυτρωτής μικρός σαν χελιδόνι, και από το περιβόλι ανέβαινε μια μυρωδιά από βιόλες που θύμιζε την αυλή εκεί κάτω των Πιντόρ.

Σα να τους θύμιζε τους δύστυχους τα παλιά τους αυτό το σύστημα. Σα να τους έταζε τη χαμένη τους λευτεριά. Πρώτο, που οι μαζωμοί τους ονομάζουνταν Εκκλησίες, καθώς τα πρώτα.

Μόλις όμως έκλεισε κ' ενώ ακόμα εμουρμούριζε για το τραγούδι των νέων, έτριξε η πόρτα του διπλανού δωματίου κ' εφάνηκε η μάννα του. Ψηλόκορμη κι απλά ντυμένη, με στάση και βάδισμα περήφανο, θύμιζε τις παλιές αρχόντισσες ή της άτυχες βασίλισσες των παραμυθιών. Όλα της έδειχναν πως κρατούσε από αρχοντόσπιτο και πως ήταν παράμορφη στα νιάτα της.

Την κοίταζε λίγο κουρασμένος και νυσταγμένος, κι εκείνη, μαύρη φιγούρα με φόντο το λαμπερό ακόμη παράθυρο, με τα πυκνά μαλλιά και τα μικρά χέρια ακουμπισμένα στο φτωχικό τραπέζι, πρέπει να του θύμιζε τις νοσταλγικές διηγήσεις της μητέρας του, επειδή άρχισε να ρωτάει για πρόσωπα του χωριού που είχαν πεθάνει ή που δεν ενδιέφεραν καθόλου την Νοέμι. «Ο θείος Πιέτρο; Πώς είναι αυτός ο θείος Πιέτρο; Είναι ο πλουσιότερος, ε; Πόσα μπορεί να έχει;» «Είναι πλούσιος, βέβαια, αλλά είναι ένας στριμμένος!

Και το μονοπάτι, εγώ δεν το ’φτιαξα κι αυτόΤο μονοπάτι σκαρφάλωνε προς τα επάνω, ενισχυμένο και αυτό από τοιχία ξερολιθιάς. Με αναχώματα υποστηρίζονταν το φρύδι της πλαγιάς και τα υψώματα του κτήματος. Ήταν ένα έργο υπομονής, γερό που θύμιζε εκείνα των αρχαίων προγόνων που έχτισαν τα νουράγκε.

Θα μου θύμιζε τον πρώτο μου το Βικέλα, που χτυπούσε τους δασκάλους, που έγραφε στίχους δημοτικούς και δεν ήξερε παρά δημοτική. Δεν είχε ακόμη δασκαλέψει το Σαικσπείρο και φόρτωνε στον πετεινό όλα τα τελικά τα ν . Αφού ξέχασε τα βρακκάδικα και δεν τα θέλει, ελάτε να του κάμουμε άγαλμα εμείς με τα βρακκιά, να τα φορέση.

Είχε μέτριο ανάστημα, χοντροπελεκημένο κορμί, στρογγυλό κεφάλι, πλατειές πατούσες. Χοντρές και ξανθοκόκκινες οι παλάμες του, έλεγες πως ήταν βουτημένες στο ριζάρι. Το πρόσωπό του στρωτό με χείλη χοντρά και μύτη πλακουτσή θύμιζε πουρναρόρριζα. Τα μάτια του σαν μικρά και κρύα τα σαλιγκάρια. Καθώς ήταν στα μάλλινα φορέματά του έμοιαζε με σακκί παραγεμισμένο από σάρκες και κόκκαλα.

Μιλούσε με αξιώσεις, ερωτούσε και δεν περίμενε απαντήσεις ή αποτεινόταν απευθείας σε ωρισμένα πρόσωπα: «Δεν είδατε ποτέ φάντασμα;... Όχι; ...Ω! μολαταύτα εσείς, Μαντάμ... ναι εσείς, Μαντάμ... τα μάτια σας δείχνουν πως σεργιάνισαν φαντάσματα...» Ο τόνος της φωνής του ο βρεττανικός θύμιζε τη Σάρα Μπερνάρ... Ύστερα διηγήθηκε όλως διόλου χαμηλόφωνα, σαν νάταν τίποτε κρυφά, ψιθυρίζοντας μυστικά τις φράσεις του, ποιητικούς κι απλοϊκούς θρύλους... για το νιο ψαρά, που κάθε βράδυ στο γυρισμό απ' τη θάλασσα επιμένει πως είδε σειρήνες... για το γλύπτη, που από το μπρούντζο &της Λύπης, παν διαρκεί για πάντα, πλάθει το άγαλμα της Ηδονής που βαστάει μια στιγμή...& Έπειτα κάποιο ζήτημα τον ωδήγησε να περιγράψη τον Λόρδο Beaconsfield, τον τυχοδιώκτη εκείνον της μεγαλοφυίας, και το σαλόνι της Λαίδης Blessington, όπου ο κατόπιν μεγάλος υπουργός, άσημος τότε εβραίος με τ' όνομα Disraeli, συναγωνίζονταν στην κομψότητα, δίχως να μένη πίσω, με τον κόμητα d'Ocsay.

Πραγματικώς το χέρι της έκαιε τώρα περισσότερο και τα μάγουλά της ήτανε φωτιά. Περπατήσαμε λίγο κάτω από τις ελιές σιωπηλοί και συλλογισμένοι. Εγώ συλλογιζόμουν με κάποια κρυφή δυσαρέσκεια πως πολύ έκλαιε το Βαγγελιό κιότι τα κλάμματα δεν την ωμόρφαιναν. Αλλά γενικώς το κλάψιμμο δε μάρεσε τώρα, γιατί μου θύμιζε τα μικρά παιδιά με τις μύξες των.

Να, το σφίξιμο του χεριού της Νοέμι του θύμιζε το σφίξιμο του Τζατσίντο, εκεί μες στη μικρή αυλή του Νούορο, και το μυστικό που εμπόδιζε τη γυναίκα να δεχτεί την πρόταση του ντον Πρέντου. «Ο ντον Πρέντου, για παράδειγμα», είπε σχεδόν άθελα και πρόσθεσε κοιτάζοντας τη νεαρή κυρά του, «μήπως δεν είναι πλούσιος και δυστυχισμένος