United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μόλις είδαν όλοι το βυζανιάρικο Ηρακλή να σφίγγη με τα χέρια τους δράκοντας, ανάκραξαν χτυπώντας τις παλάμες. Κ' εκείνος, στον πατέρα του δείχνοντας τα δυο φίδια σπαρτάριζεν από χαρά σηκώνοντάς τα απάνω, κ' ύστερα γέλασε κ' εμπρός στα πόδια του πατέρα ταπόθεσε τα δυο θεριά ψόφια και καρωμένα.

Είχε μέτριο ανάστημα, χοντροπελεκημένο κορμί, στρογγυλό κεφάλι, πλατειές πατούσες. Χοντρές και ξανθοκόκκινες οι παλάμες του, έλεγες πως ήταν βουτημένες στο ριζάρι. Το πρόσωπό του στρωτό με χείλη χοντρά και μύτη πλακουτσή θύμιζε πουρναρόρριζα. Τα μάτια του σαν μικρά και κρύα τα σαλιγκάρια. Καθώς ήταν στα μάλλινα φορέματά του έμοιαζε με σακκί παραγεμισμένο από σάρκες και κόκκαλα.

Είδα που είχε δύο στάμνες ακουμπισμέναις από μέσ' απ' την πόρτα, σιμά στο παγγάρι. Η γρηά μ' ελυπήθηκε, εσήκωσε τη μια στάμνα, που φαίνεται να είχε λίγο νερό, κάτω απ' τη μέση, και μου είπε·Κάμε της χούφτες σου. Έκαμα της χούφτες μου, της παλάμες μου βαθουλές, έσκυψα, αυτή μου έρριχνε απ' ολίγο-λίγο νερό μέσ' της χούφτες κ' εγώ έπινα. Μου φάνηκε σαν αγιασμός. Αναστήθηκ' η ψυχή μου.

Το πρόσωπό του εφωτίσθηκε, τα σβυσμένα του μάτια σαν να επήραν νέα ζωή . . . Εξέχασε για μια στιγμή το μυστικό του, το ατελείωτο μαρτύριο και με φωνή γιομάτη ταραχή ανέκφραστη, με μια τρεμούλα ανεξήγητη εφώναξε το παιδί να μπη μέσα . . . Εκείνο, χωρίς καθόλου να ταραχτή, τον κύτταξε μια στιγμή αδιάφορο, ψυχρό, σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά, έπειτα εσήκωσε τα δυο του χέρια με ανοιχτές της παλάμες, τον εμούντζωσε και το βάλ' ευθύς στα πόδια . . . Ο ναύτης αποσβολώθηκε, τα έχασε σαν να έλαβε δυνατό χτύπημα κατακέφαλα, εσυμμαζεύθη, εζάρωσε και δεν τολμούσε να σηκώση το κεφάλι του· λες εφοβότανε να κυττάξη γύρω του.

Είπε, κι' ο Άρης χτύπησε το σαρκωτό του γόνα με τις παλάμες των χεριών, και φώναξε θρηνώντας «Δε φταίω πια τώρα εγώ, θεοί, αν τρέξω στα καράβια 115 των Αχαιών και τη σφαγή του γιου μου ξεχρεώσω, κι' αν μέλλεταί μου ο κεραβνός του Δία να με ρήξει χάμου ξερό μες στους νεκρούς στο ματωμένο κάμποΕίπε και βάζει τ' άρματα και πρόσταξε να ζέψουν στ' αμάξι του τα δυο ψαριά, το Φόβο και τον Τρόμο. 120

Ας το αφήσουμε όμως» πρόσθεσε, χτυπώντας τις παλάμες του στα γόνατα και σηκώθηκε για να ξανακαθίσει. «Αυτό που ενδιαφέρει τώρα είναι να μάθουμε εάν η Νοέμι δέχεται. Εγώ θα τη ζητήσω όπως πρέπει. Θα της στείλω τον παπα-Πασκάλε ή τον γιατρό ή όποιον δεχτεί να το κάνει. Δεν θέλω όμως να εισπράξω μιαν άρνηση, ε, Θεός φυλάξοι, αυτό όχι, να πάρει η οργή! Καταλαβαίνεις Έφις

Ψαχούλευε τη γη και άρχισε να βήχει και να ξερνάει αίμα∙ το πρόσωπό του ήταν μπλάβο, αλλοιωμένο. Ο Τζατσίντο νόμισε ότι πέθαινε. Τον ανασήκωσε, τον ακούμπησε με τις πλάτες στον τοίχο, στάθηκε από πάνω του και τον κοίταζε. «Πες το μου! Πες το μου!», ρέγχαζε ο Έφις ανασηκώνοντας τις ματωμένες του παλάμες. «Η μάνα σου σου το είπε; Πες μου τουλάχιστον ότι δεν ήταν εκείνη.» Ο Τζατσίντο ένευσε όχι.