United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το γαμπρό σου τον Αγάλλο; . . . Πώς! δεν ήρθε; .. Θα ηύρε πουθενά τη μοίρα του πάλι . . . Ίσως να τον ωνείρεψε να πάη πουθενά ναυρή τίποτα γρόσια, και του είπε να πάη νύχτα, για να μη τον ιδή κανείς . . . Ή τίποτα στοιχειά θα ηύρε στο δρόμο κ' έπιασε κουβέντα μαζί τους, κ' εξέχασε . . .

Αμήν! είπεν ο καπετάν Γεωργάκης, εννοήσας ότι τούτο εσήμαινε: «να αποκτήσης πολλά, διά να χαρίσης αναλόγως». Ακολούθως ίππευσεν επί του μεγαλοσώμου ζώου, και ανέβη τον ανήφορον, δια τον Άι-Λιάν. Είτα επήγεν εις του παπά-Γερεμία, εξωμολογήθη, και δεν άφησε τίποτε που να μην το είπη, εκτός αν εξέχασε μερικά! Κατόπιν επέβη του ημιόνου, κ' εξεκίνησε διά το κτήμα του.

Αμέσως ο Δρύαντας εξέχασε το κρέας και το σκυλί· κι αφού εφώναξε δυνατά «γεια σου παιδί μουτον αγκάλιαζε και τον εφιλούσε και τον έμπαζε μέσα κρατώντας τον από το χέρι. Παρολίγο λοιπόν η Χλόη κι ο Δάφνης άμα ιδωθήκανε να πέσουνε χάμω· σαν μπόρεσαν όμως να μείνουν ορθοί εχαιρετήθηκαν και γλυκοφιληθήκανε· κι αυτό τους έγινε στήριγμα για να μη πέσουν.

Όταν εγυρίσαμεν πίσω εγώ κρατών το κηρίον, ο Κωνσταντής κρατών τον Μπαλήν, τον οποίον και έδεσε προχείρως εις την ρίζαν θάμνου αντικρύ μας, ο Κωστής εξέχασε πού είχε βάλει το μαχαίρι καθώς το είχε βγάλει από το ζεμπίλι, διά να κόψη ψωμί, και ψωμί δεν έκοψε, αλλ' ετρέξαμεν αποτόμως προς ανεύρεσιν του Μπαλή.

Έλεγε το &Πάτερ ημών&, το &Θεοτόκε Παρθένε&, και δύο ακόμη προσευχάς, όσας είξευρεν. Ο άνεμος, ο σφοδρός άνεμος του μεγάλου κενού και του πελάγους, εφύσα μετά βοής εις τα ώτα του. Ανέπνεε δυνατά, ήσθμαινε και η καρδία του έπαλλεν, έπαλλε σφοδρώς. Τέλος, εφάνη το σχοινίον. Ο Στάθης το έδραξε πεταχτά, εδέθη σπασμωδικώς, εσφίχθη. Εξέχασε να σείση το σχοινίον, διά να δώση σημείον εις τους άνδρας.

Η προς τον Θωμάν στοργή και μητρική πρόνοια του μακαρίτου ήτο τοιαύτη, ώστε δεν εξέχασε να σημειώση εις την διαθήκην του και μέχρι τίνος βαθμού πρέπει να θερμαίνεται την νύκτα το κατάλυμά του, και τίνα να παρατίθενται εις αυτόν φαγητά, μη λησμονήσας ουδέ την σουμάδαν. Αξιότιμε κ. Συντάκτα,

Όταν έφτασε στο τηλεγραφείο εξέχασε μια στιγμή τον πόνο του εμπρός στην εικόνα που είδεν ολόγυρα του. Κάτω στη στενόχωρη αυλή, απάνω στις σαρακωμένες σκάλες και παραπάνω στ' ασάρωτα πατώματα κόσμος σαν αυτόν ανήσυχος, γυναίκες, άντρες, παιδιά, επρόσμεναν να μάθουν από το σύρμα την τύχη των δικών τους· ποιος του φίλου, ποιος του συγγενή, ποιος του προστάτη του.

Του Στάμου οι γονείς είχον αποθάνει, όταν αυτός ήτο βρέφος, και όλοι μεν οι συγγενείς εφρόντισαν περί της ανατροφής του, αλλ' υπέρ πάντας και πάσας η προς μητρός θεία του η Χαρανίνα. Είτα μετά έν έτος επήγε κι' ο πατέρας του, αδικοθάνατος κι' αυτός. Ύστερον η μητρυιά του, μετ' ου πολύ, εξέχασε τον παλαιόν έρωτα κ' έλαβε δεύτερον άνδρα.