United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα χοιροσφάγια είνε μεγάλο πανηγύρι στους χωριανούς· εκεί συνάζουνται γείτονοι και φίλοι και γίνεται ατελείωτο φαγοπότι. Αυτή τη φορά ο Κοντοπάνης είχε αφορμή μεγάλη να είνε ανήσυχος· εφοβότανε πως τα χοιροσφάγι' αυτά γίνουντ' επίτηδες για να σκεπαστούν εκείνα που ο γέρω Μαρούπας δε θέλει να φανούνε και για να μιλήσωμε πιο καθαρά, υποψιάστηκε πως τη βραδειά εκείνη μπορεί να έχανε το γαμπρό.

Μόλις όμως ο παππάς εδιάβασε της πρώταις ευχές, οπού εχτύπησαν δυνατά την πόρτα. Η γρηά έτρεξε, άνοιξε κ' εμπήκε μέσα ο άνδρας της, οπού αφού εκλείδωσε, τους είπε να κάμουν γρήγορα, γιατί εφοβότανε πως κάποιος ερχότανε, όχι με καλό σκοπό. Τον είχε κυριευμέν' ο φόβος. . . Όξω εξακολουθούσε το ζεύκι και μέσα ο παππάς επροχωρούσε στο διάβασμα.

Κ' έφυγεν ο Εύδρομος φίλος του πια. Ο Δάφνης όμως γεμάτος ανησυχία έμενε μαζί με τη Χλόη· μα και τούτη εφοβότανε πολύ γι' αυτόν, επειδή παιδί συνηθισμένο να βλέπη τα γίδια και το βουνό και τους ζευγολάτες και τη Χλόη πρώτη φορά έμελλε να ιδή τον αφέντη, που πρώτα μονάχα τ' όνομά του άκουε.

Το πρόσωπό του εφωτίσθηκε, τα σβυσμένα του μάτια σαν να επήραν νέα ζωή . . . Εξέχασε για μια στιγμή το μυστικό του, το ατελείωτο μαρτύριο και με φωνή γιομάτη ταραχή ανέκφραστη, με μια τρεμούλα ανεξήγητη εφώναξε το παιδί να μπη μέσα . . . Εκείνο, χωρίς καθόλου να ταραχτή, τον κύτταξε μια στιγμή αδιάφορο, ψυχρό, σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά, έπειτα εσήκωσε τα δυο του χέρια με ανοιχτές της παλάμες, τον εμούντζωσε και το βάλ' ευθύς στα πόδια . . . Ο ναύτης αποσβολώθηκε, τα έχασε σαν να έλαβε δυνατό χτύπημα κατακέφαλα, εσυμμαζεύθη, εζάρωσε και δεν τολμούσε να σηκώση το κεφάλι του· λες εφοβότανε να κυττάξη γύρω του.