United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μόλις είδαν όλοι το βυζανιάρικο Ηρακλή να σφίγγη με τα χέρια τους δράκοντας, ανάκραξαν χτυπώντας τις παλάμες. Κ' εκείνος, στον πατέρα του δείχνοντας τα δυο φίδια σπαρτάριζεν από χαρά σηκώνοντάς τα απάνω, κ' ύστερα γέλασε κ' εμπρός στα πόδια του πατέρα ταπόθεσε τα δυο θεριά ψόφια και καρωμένα.

Ήτονε παχύς, αλλ' η κιτρινάδα τον προσώπου του μαρτυρούσε πως το πάχος τον ήτον αρρωστιάρικο. Στο βλέμμα του το άτονο και θολό φαινότανε κούραση, αλλ' η κούραση του βέβαια δεν ήτον από εργασία. Είχεν όμως στιγμές που σαυτά τα ψόφια μάτια άναβε φοβερή φλόγα ο θυμός κη τυραννική παραφροσύνη.

Τα μυρίσθηκα εγώ εκείνην την ώραν τα μάγια. Καπνός εμύρισε την στιγμήν εκείνην, καπνός σαν να έκαιαν ψόφια νυχτερίδα. Ο γαμβρός εφτερνίσθη τρεις φοραίς. Μα έκαμε λάθος η μάγισσα, έλεγεν η γρηά-Μαθήνα, την έβαλεν ο καπετάν-Μαμμής να μαγεύση την νύμφη, και αυτήεμπέρδευσε, λέει, η γλώσσα τηςκαι εμάγευσε τον γαμβρόν να μη ξαναγυρίσητο σπίτι καιτην πατρίδα του.

Χριστός και Παναγία! ανέκραξε διαμαρτυρομένη η γραία. Τέτοια πράματα, παιδί μου! — Μέσ' 'ς τα φιλέρια, λένε, καιτα ραζακιά βρέθηκε μία νυχτερίδα ψόφια . . . — Πω! Πω! ψέματα! Ψέματα, παιδί μου! Ψέματα! Έπτυεν η γρηά-Κυρατσού διαμαρτυρομένη. — Κι' απάνω σε μια ασπρούδα, βρεθήκανε, λέει, δυο ψείραις . . . Διηγείτο ακόμη η ξηροκίτρινη γειτόνισσα. — Πω! Πω! ψέματα! Ψέματα!

Στο τέλος μη μπορόντας Στα πόδια να σταθούν, Οχ τον πολύν αγώνα Καθόλου να ορθοθούν· Αποσταμένα πέφτουν 1245 Στη γη ξαπλοταριά, Κειτάμενα σαν ψόφια Δεξιά ζερβιά μεριά. Και το Λαγό στη μέση Κομμάτι τρυφερό 1250 Με θλίψι τους κυττάζουν, Και μάτι λυπηρό. Η Αλουπού σε ταύτο Περνόντας αποκεί, Καθώς τα πάντα ίδε 1255 Καλά προσεχτική, Τρεχάτη ανάμεσά τους Αδράζει το Λαγό, Και φεύγει προς το δάσος.

Τότες του λέει κι' ο Έχτορας, του γέρου ο γιος Πριάμου «Αία, θεόσπαρτε αρχηγέ, του Τελαμώνα θρέμμα, μη με τρομάζεις, και παιδί δεν είμαι εγώ ή γυναίκα 235 ψόφια έτσι, π' άρματα ποτές δεν έπιασε στο χέρι.

Μόν θέλοντας το ένα, Το άλλο μερτικό Τελείως να μη πάρη Να μείνη νηστικό, Με λύσσα συνατά τους Να πιάνονται αρχινούν, Φριχτή μεγάλη μάχη Πεισματικά κινούν. Στο τέλος μη μπορόντας Στα πόδια να σταθούν, Οχ τον πολύν αγώνα Καθόλου να ορθοθούν. Αποσταμένα πέφτουν Στη γη ξαπλοταριά, Κειτάμενα σαν ψόφια, Δεξιά ζερβιά μεριά. Και το Λαγό στη μέση Κομμάτι τρυφερό Με θλίψι τους κυττάζουν, Και μάτι λυπηρό.

Επειδή δε οι παίζοντες την πρέφαν, διάκόψαντες τα παιγνίδιόν των, ανέβλεψαν προς τον κυρ-Δημάκην θαυμάζοντες, ούτος εθεώρησε πρέπον να δικαιολογήση εαυτόν και είπε: — Ψόφια πράματα. Ούτε με 18 δεν βγαίνω, αφεντάδες μου. Μα τι να κάμη κανείς! — Λοιπόν γιατί προσθέτεις; ηρώτησε φωνή τις, — Τι να κάμουμε! απήντησεν ο κυρ-Δημάκης. Βρεθήκαμε. Αυτή είνε η δουλειά μας. Να πούμε την αλήθεια.