United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα ήτον κοντά μία η ώρα ! Τις παρεκάλεσε η Βεργινία να παν πια να ησυχάσουν. Έμ όπου και νάναι θαρθούν, είπε η μητέρα των κοριτσιών. Δεν μπορούν και να ξημερωθούν πια έξω απ' το σπίτι! Τo καντήλι έρριχνε ένα μεγάλον κίτρινο λεκέ, στρογγυλό σαν της αράχνας τον ιστό, στο σκοτεινό ταβάνι.

Ξέρω μια λεύκα που ο αγέρας την τρελλαίνει και στην πράσινή της θάλασσα τρέχουν τα ρίγη της ευτυχίας και της ηδονής. Ξέρω μια λεύκα που πίνει νερό στον Κηφισσό. Στην καρδιά της τον Απρίλη τραγουδεί έν' αηδόνιστον ύπνο της τον Αύγουστο ανεβαίνει ένα μεγάλο φεγγάρι στρογγυλό. Ξέρω μια λεύκα που χωρίς αγέρα σαλέβουν οι ανήσυχες πεταλούδες των φύλλων της.

Είναι η αγαπημένη του προεστού, γιατί, λέει, του μοιάζει. Έχει τα σταχτερά του τα μάτια και το στρογγυλό του σαγόνι. Μα ο άρχοντας, θαρρώ, δεν μπορεί νάχη και τόση χάρη. Αυτός σαν ανασηκώνη τα μανίκια του να του χύση η χαδεμένη του να πλυθή, δε θα φεγγοβολούνε δυο τέτοια μπράτσα αποπάνω από την ασημένια λεκάνη. Έχει, λέει, η μικρή και την καλοσύνη της μάννας της. Άγια καλοσύνη!

Ο Αλβέρτος ήσυχα την διέκοψεν: — Αυτό σε πειράζει πάρα πολύ, αγαπητή Καρολίνα! ξεύρω πως η ψυχή σου προσκολλάται πολύ εις αυτές τις ιδέες, αλλά σε παρακαλώ μην επιμένης. — Αλβέρτε, του είπε, ξέρω ότι δεν λησμονείς τις εσπέρες που εκαθήμεθα μαζί στο μικρό στρογγυλό τραπέζι όταν ο μπαμπάς ήταν στην ξενητειά, και ημείς είχαμεν στείλει τα μικρά να κοιμηθούν.

Σηκώθηκε και πήγε σ' ένα κρεβατάκι, που είταν πλάι στο δικό μας, κ' έσκυψε απάνω εκεί σ' ένα στρογγυλό, δροσερό προσωπάκι, που κοιμότανε και που τα χείλη του σαλεύανε, σα να βυζαίνανε στο μητρικό στήθος. — Σε γέννησα με πόνους; είπε, σα να μιλούσε μόνη της. Όχι, με χαρά κι αγαλλίαση, με χαρά τόσο μεγάλη, που δεν τη γνώρισα ποτέ ως τότε.

Μπορεί να βρεθή μπροστά σου κανένα στρογγυλό παιχνιδάκι, και τότες προφταίνεις και το πετάς στου Βεζίρη σου το κεφάλι. Άκουσα και πως αγαπάς να κάνης πολλές δουλειές απατός σου. Να κάμης και μιαν άλλη δουλειά. Να πας και να βρης τις καρδιές που στενάζουν, — όχι μέσα στην Πόλη, εκεί πολλές δε θα βρης.