United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες η όμορφη χήρα σκούπισε το δάκρυά της, πετάχτηκε απ' το στρώμα, φόρεσε τα μαύρα της ρούχα, σκέπασε το ξανθό της κεφάλι με τη μαύρη μαντήλα και βγήκε σαν ήσκιος απ' την πόρτα. — Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου. Ο καλός της, δυο χρόνια τώρα, κοιμότανε έρημος και μονάχος κι' αυτός, κάτω απ' το ψηλό το κυπαρίσσι, στην αυλή του μοναστηριού.

Φαινότανε σα να κοιμότανε και το πρόσωπό της είχε ξανανιώσει με το θάνατο. Έτσι πήγε να βρη το Σβεν, όπως το έλεγε μόνη της, και γι' αυτό ονομάστηκε το βιβλίο τούτο «βιβλίο του μικρού αδελφού», που ήρθε κ' έγινε ο άγγελος της μητέρας του, αν και δεν έγινε όπως το ελπίσαμε. Γιατί την πήρε μαζί του, σαν έφυγε. Μα το βιβλίο αυτό είναι μαζί κ' η ιστορία ενός αγώνα με το θάνατο.

Ξακολούθησα λοιπόν να γράφω το βιβλίο μου δίχως να μ' ενοχλή κανείς κάθε πρωί κ' η γυναίκα μου πηγαινοερχότανε σε μένα και σε κείνον, καθότανε στην κάμαρα του Σβενπου είταν ήσυχος, όταν την ένοιωθε κοντά τουκι όταν ο μικρός κοιμότανε, έβγαινε όξω νανασάνη καθαρόν αέρα και να μου διηγηθή όλα τα καλά σημεία, που πίστευε πως έβλεπε πάντα το προσεχτικό της μάτι.

Πάν τότες του Τυδιά το γιο να βρουν, κι' απ' την καλύβα 150 όξω τον ήβραν παρακεί με τ' άρματα, κι' οι φίλοι γύρω κοιμούνταν έχοντας ασπίδες προσκεφάλια. Όρθια τα όπλα τους μ' ουρές στη γη είτανε μπηγμένες, αλάργα αντίφεγγε ο χαλκός σαν αστραπή του Δία. Κι' ο αρχηγός κοιμότανε με κάτω του στρωμένο 155 δέρμα βοδιού, κι' ολόλαμπρο χαλί είχε προσκεφάλι.

Και κείνος είτανε τότε πέντε ως έξι χρονών και το ζήτημα είτανε το ίδιοναλλάξη το πουκάμισο. Μεταχειρίστηκε απαράλλαχτα τα ίδια λόγια: Πρώτη φορά, είπε, έννοιωσα πως με πιάνανε τραχιά. Στάθηκα κοντά στο κρεββατάκι του Σβεν και τον κοίταζα πολλή ώρα. Τα μελίγγια του είχαν κάνει μικρούς λάκκους. Μα κοιμότανε βαθιά κ' ήσυχα κ' έσκυψα και τονέ φίλησα στο μέτωπο.

Της μιλούσα, χίλια της έλεγα λόγια γλυκά, λόγια που μήτε τάκουσε, μήτε τα ονειρεύτηκε ίσως. Είταν τώρα διακοπές, καλοκαίρι. Κεριακή βράδυ, χαρά Θεού. Ο ήλιος έγερνε και περεχούσε ταψηλοχτισμένο χωριό με χρυσοκόκκινη αναλαμπή. Η θάλασσα κοιμότανε σα να τη μέθυσε το γλυκό καλοκαίρι. Τα πουλιά κελαϊδούσανε στα περιβόλια, σα να μάλλωναν ποιο να πρωτοπάρη το καλλίτερο το κλωνί για κρεββάτι του.

Κατάχλωμη κι αναμαλλιάρα έτρεξε στο μαγεριό, σαν αφρισμένο κύμα πίσω από το δύστυχο το ναυαγό. Δεν ηύρε την Ασημίνα. Δίπλα ήταν η καμαρούλα που κοιμότανε. Άνοιξε την πόρτα με μια κλωτσιά και στο θέαμα πήγε να τρελλαθή. Η δούλα της πεσμένη προύμυτα, κρατούσε την εικόνα στην αγκαλιά και τη φιλούσε, τη δάγκωνε, την έβρεχε με δάκρυα, και ξεφωνούσε : — Άστρο μου, φως μου, ζωούλα μου!

Σηκώθηκε και πήγε σ' ένα κρεβατάκι, που είταν πλάι στο δικό μας, κ' έσκυψε απάνω εκεί σ' ένα στρογγυλό, δροσερό προσωπάκι, που κοιμότανε και που τα χείλη του σαλεύανε, σα να βυζαίνανε στο μητρικό στήθος. — Σε γέννησα με πόνους; είπε, σα να μιλούσε μόνη της. Όχι, με χαρά κι αγαλλίαση, με χαρά τόσο μεγάλη, που δεν τη γνώρισα ποτέ ως τότε.