United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν πειράζει, κόρη μου· δεν πειράζει· είπε η γερόντισσα με καλοκάγαθη φωνή· το ντύμα δεν τιμάει τον άνθρωπο. — Ο άνθρωπος τιμάει το ντύμα· το ξέρω. Και τα φτωχόρρουχα τα δικά μου θα γίνουν στο κορμί σου πουκάμισο της Παναγιάς. Βοηθούσε την κυρά Πανώρια στο άλλαγμα και τα χέρια της έτρεμαν από τη συγκίνηση.

Όντας εκεί η Κλεαρίστη, θέλησε να ιδή αυτό που είπεν ο Λάμωνας και διατάζει το Δάφνη να παίξη το σουραύλι στα γίδια, όπως συνήθιζε, και του τάζει άμα παίξη να του χαρίση ένα πουκάμισο και ποδίνες. Κ' εκείνος αφού τους εκάθισε γύρω σαν σε θέατρο, στάθηκε κάτω από τη βαλανιδιά και βγάνοντας από το ταγάρι το σουραύλι, πρώτα εφύσηξε λίγο.

Όταν φύγαμε από την Ιρλανδία πήραμε καθεμία, σαν το πολυτιμότερο στολίδι, ένα πουκάμισο άσπρο σαν το χιόνι, ένα πουκάμισο για την νύχτα των γάμων μας. Στη θάλασσα, συνέβη να σχίση η Ιζόλδη το γαμήλιο πουκάμισό της, και τη νύχτα των γάμων της, της εδάνεισα εγώ το δικό μου. Φίλοι, να όλο το άδικο που της έκαμα.

Άλλα δέκα, άλλα είκοσι χρόνια θα ζούσε ο μακαρίτης, έλεγε η Σουρούταινα ο Φιλόσοφος, αν δεν τουρχότανε το ξαφνικό. Ακούστε, που σας λέω! Απ' όσα του ήτανε γραφτό να ζήση, άλλα τόσα! Μα ο Χάρος που του μαγείρεψε το μαντζούνι, του το πήρε, βλέπεις, απ' το στόμα του. Δεν αξιώθηκε να χαρή το μαύρο πουκάμισο ο παληόγερος. Θεέ μου, συχώρεσέ μου...

Είπε ότι είσαστε ωργισμένη εξ αιτίας αυτού μοναχά του αδικήματος: ξεσχίσατε στη θάλασσα ένα πουκάμισο άσπρο σαν το χιόνι που φέρνατε από την Ιρλανδία, και σας δάνεισε το δικό της τη βραδυά των γάμων σας. Αυτό ήταν, έλεγε, το μόνο της έγκλημα. Είπε την ευγνωμοσύνη της σε σας για τόσα καλά που της κάνατε, και παρακάλεσε το Θεό να προστατεύση την τιμή σας και τη ζωή σας.

Ήταν από τους παλαιούς θαλασσόλυκους, αψύς δουλευτής, άτρομος παληκαράς και ακούραστος χαροκόπος. Στο πενηντάχρονο στάδιό του πολλά εκέρδισε με τον ίδρωτα, πολλά εσπατάλησε με τους φίλους και τα λιγώτερα εφύλαξε για τα παιδιά του. Εναυάγησε τέλος στο Μπουγάζι, εσώθηκε με το πουκάμισο, ήρθε στο νησί κ' εβδομηντάρης άφησε κληρονομιά σε μένα ν' ακολουθήσω την τέχνη του και να προκόψω το σπίτι μας.

Πώς θάβγει ακόμα αφτή η δουλιά κανείς δεν καλοξέρει, αν για καλό μας ή κακό θ' αφίναμε την Τροία. 253 Μον ένα λόγο θα σου πω που θα τον δεις να γίνει. 257 Έτσι αν σε τύχω άλλη φορά σαν τώρα να σαλιάζεις, δε θέλω το κεφάλι μου στους ώμους πια να στέκει, ή πίσω ζωντανό να βρω στο σπίτι το παιδί μου, 260 αν δε σε πιάσω κι' όλα σου τα ρούχα αν δεν σ'τα βγάλωτην κάπα, το πουκάμισο, κι' όσα φοράς στη φύσηκαι μ' άσκημο απ' τη συντυχιά στυλιάρι αν δε σε διώξω, που έτσι κλαμένος και γυμνός να τρέχεις στα καράβια

Με τον κούκο κατεβασμένον ως κάτω στα μάτια, σαν να μην ήθελε να βλέπη τον κόσμο, μ' ένα μαύρο πουκάμισο που τούπνιγε σα θηλειά το λαιμό, κατέβαινε παραπατώντας απάνω στα ξερολίθαρα. Ψυχή δεν ήτανε στην ακρογιαλιά. Ο ήλιος είχε βασιλέψει, αφίνοντας χρυσάφια πίσω του — ο Στρατής δεν έβλεπε άλλο απ' το μουντό χώμακαι το φεγγάρι είχε ψηλώσει στον ουρανό, γεμίζοντας τον ένα γαλάζιο φως.

Αυτήν τη φορά, την ορμήνεψαν να μην πάρη πατριωτάκι, μα ξένο, για να μη λάβη θάρρος μαζί της. Επήρ' ένα κορίτσι από ξένα μέρη, απ' τη στεριά την αντικρινή, φτωχό, έρμο και σκοτεινό. Το ανάστησε, το πόνεσε, το μεγάλωσε. Η ψυχομάννα λύσσαξε, σκύλιασε, απ' το κακό της. Της ήρθεν, ευθύς, να την πετάξη όξω, αφού την γδύση, και να την αφήση με το πουκάμισο.

Ο μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, έχων το αιώνιον παράπονον ότι δεν έβλεπε πατριώταιςτην Αθήνα, οπού ανεδείχθησαν τόσοι και τόσοι, άμε γύρευε, από όλα τα κουτσοχώρια, να βρίσκη και αυτός μια προστασίατην ξενητειά, όχι αυτός μόνος, όλοι οι πατριώταις, να έχη και αυτός ένα πατριώτητην ξενιτειά, να πάη μια καλή μέρα, κατάλαβες, 'ς το σπίτι του να τον χαιρετίση, ησθάνθη ανεκλάλητον χαράν, έλεγεν, όταν είδε τον Λαλεμήτρον, κοντόν, παχύν, ξουραφισμένον, με μαύρα τσόχινα ρούχα και με άσπρο πουκάμισο σιδερωμένο, να στέκητην πόρτα του ξενοδοχείου με υπερηφάνειαν.