United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανεμόμυλε! του ετίναξεν από πίσω ο γέρος και εξακολούθησε τ' όργωμα. Σε μεγάλη συλλογή και σε φοβερή στενοχώρια βρίσκεται ο νέος Κεριάκος, ο γαμπρός, οπού τον θέλουνε, ο παππά Συνέσιος για την κουμπάρα του και ο χωριανός Κοντοπάνης· είναι βαρύς γαμπρός και καλός δουλευτής, τα καλά όμως αυτά του βγαίνουν από τη μύτη, γιατί δεν τον αφίνουν ήσυχο.

Μερικοί είναι δυνατώτεροι από τους άλλους. Ο «Ερχομός» του Γύφτου είναι πολύ μουσικός και τρέχει σαν ποτάμι. Άπειρα πράγματα λέει ο στίχος ο όμορφος: Και καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρη. Δείχνει όλη την εξάντληση της Πόλης. Δεν είχε πια τη δύναμη να θέλει τίποτα. Ο «Δουλευτής» είναι πολύ δυνατό.

Ο Σιφογιάννης ήτο εξηντάρης και πάνω. Αλλά σαν αυτό δουλευτής δεν ήτον άλλος στο χωριό. Γιαυτό, αν κ' ήτο θεοφοβούμενος, η μεγάλη φιλοπονία του τον τραβούσε καμμιά φορά και τις εορτές να μη μένη αργός. Αλλ' ως ελάφρωμα στη συνείδησή του είχε την πρόφαση ότι δεν έκανε βαρειές δουλιές τις εορτές.

Τα παιδιά την έβλεπαν ακίνητα, με αγάπη. Σε λίγο μπήκε ο γαμπρός της· δουλευτής άνθρωπος εφαινότανε· εφίλησε το χέρι της γιαγιάς και είπε σιγά της γυναίκας του. — δεν είνε καθόλου καλά η μάννα . . . Σε λίγο από το διπλανό σπίτι ακούστηκε λεπτή γλυκειά φωνούλα να ψάλλη «Χριστός γεννάται». Η κόρη πήγε να κάμη καφέ της μάννας της.

Από ναύτης ήταν δουλευτής ακούραστος και οικονόμος. Λίγολίγο απόχτησε μερικά λεφτά, επήρε μισακό ένα σαπιοκάικο κ' εδούλεψε σερμαγιά εδώ τριγύρω. Έπειτα το σαπιοκάικο έγινεν όλο δικό του και άνοιξε δουλειές ως την Αττάλεια. Τέλος έχτισε τη γολέτα και άπλωσε τα ταξείδια του πέρα στον Ποταμό. Μα τόρα ήταν όλος θυμό.

Ο βασιλεύς με εγνώρισεν ευθύς, ότι θα ήμουν εκείνος που ο βεζύρης του εδιηγήθη· Α κασιδιάρη, μου είπε, τι κάνεις εσύ εδώ; Ο γέροντάς μου που με εσυντρόφευεν απεκρίθη πάλιν διά εμένα, και είπεν· ότι εγώ ήμουν δουλευτής του, και πως ήξευρα την τέχνην διά να καλλωπίζω το περιβόλι· το οποίον το εβεβαίωσε με τόσην δύναμιν ωσάν να ήθελε του ειπή την αλήθειαν.

Και να δης που είναι η βαρβαρωσύνη αυτή χερώτερη κι από του άγριου Αφρικανού. Να είσαι από γεννήσιο φτωχός κακό πράμα, μα όχι και τόσο κακό καθώς όταν είσαι πλούσιος και ξαναπέφτης ατή φτώχεια. Ηθική φτώχεια η δική μας. Χέρσο χωράφι που αιώνες δουλευτής δεν το πάτησε. Ας έρθουμε τώρα και στα καλά μας. Και πρώτο πρώτο, η μοναδική μας ξυπνάδα. Τίποτις, φίλε μου. Εμείς κι όχι άλλοι.

Το Βυζάντιο είχε μια δοξασμένη αρχή κ' ένα δοξασμένο τέλος. Με τέτοιο όνομα, ποιος το ξέρει α δε θα ξαναρχίσουμε καινούρια ζωή. Κι αυτά λέγοντας, θυμήθηκα την ιστορία του Παναγή Καλογιάννη. Αυτή την ιστορία έρχουμαι τώρα να σας δηγηθώ, με τον ορισμό σας. Ο Παναγής Καλογιάννης είταν καλός δουλευτής στον Αγώνα. Του κάκου ζήτησα τόνομά του στην Ιστορία. Πουθενά δεν το διάβασα.

Και στου Χαγάνου πήγαινε και στου Πέτρου Γλάμη και στου Βασίλη Ζάρακα· πήγαινε κάποτε και στου Θεομίσητου. Μάλιστα τώχε χαρά του να δουλέψη στων οχτρών του τα χτήματα. Άσε που οικονομούσε το καρβέλι, μα ήθελε να δείχνη και την αξία του. Δεν το αρνιόταν πως ο Θεομίσητος ήταν δουλευτής από τους πρώτους. Τι να ταρνηθή που φαινότανε. Μα ήταν δουλευτής κι ο Ευμορφόπουλος.

Εγνώριζα καλά τον Μανωλιό. Ήταν παιδί μάλαμα, κάστρο καρδιά· δουλευτής τίμιος. Έκαμε χρόνο στο μπρίκι μου και λόγο δεν άλλαξα μαζί του. Η ματιά μου προσταγή· ο λόγος μου δουλειά του. Ήταν κ' εκείνος από τ' αποπαίδια της τύχης. Μόλις εγεννήθηκε ηύρε τα βάσανα εμπρός του. Λάμια τον εκαρτέραγεν η δουλειά, σίδερα η ανάγκη, θολό ποτάμι του γονιού το αμάρτημα.