United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες σαν είδε την πληγή που τ' άνοιξε η σαΐτα, ρουφάει το αίμας, κι' ύστερα κάτι καλά βοτάνια της βάζει απάνου πούξερε, και μια φορά που τάχε από φιλία ο Χείρωνας δοσμένα του γονιού του. Μα εκεί τον ξακουστό αρχηγό π' αφτοί γιατρολογούσαν, 220 να κι' έφτασαν τα τάγματα των ασπιστάδων Τρώων· κι' αφτοί ξαναρματώθηκαν να μπούνε στο κοντάρι.

Και κορίτσι που δεν μπορεί ν' αφήση το σπίτι του γονιού του δεν είναι ακόμη για γυναίκα. Μα ο Κιαμήλης, που την αγαπούσεν, έκαμνεν ό τι του γύρευεν εκείνη. Σαν εζύγωσεν ο καιρός του γάμου, ο Κιαμήλης και ο αδελφοποιτός του ανέβησαν στ' άλογο για νάλθουνε στην Πόλι να ψουνίσουνε.

Όρμησε τότες ο γιος τ' Ατρέα σα λύκος, κι' απ' τ' αμάξι αφτοί τόνε περικαλούσαν 130 «Πάρε μας έτσι ζωντανούς και δε θα μετανιώσεις, τ' Ατρέα γιε! Έχει θησαβρούς μεγάλους, κι' έχει πλούτηχαλκό, χρυσάφι, σίδερο δυσκολοδουλεμένοστου μυριοπλούσιου μας γονιού, στον πύργο τ' Αντιμάχου· για ξαγορά μας άπειρα θα σου μετρήσει ο γέρος, αν μάθει ακόμα ζωντανούς πως μας κρατούν στα πλοία135

Εγνώριζα καλά τον Μανωλιό. Ήταν παιδί μάλαμα, κάστρο καρδιά· δουλευτής τίμιος. Έκαμε χρόνο στο μπρίκι μου και λόγο δεν άλλαξα μαζί του. Η ματιά μου προσταγή· ο λόγος μου δουλειά του. Ήταν κ' εκείνος από τ' αποπαίδια της τύχης. Μόλις εγεννήθηκε ηύρε τα βάσανα εμπρός του. Λάμια τον εκαρτέραγεν η δουλειά, σίδερα η ανάγκη, θολό ποτάμι του γονιού το αμάρτημα.

Φωτιά να κάψη τα φλωριά, τα γρόσια του γονιού μου, Λύκος να φάη τα πρόβατα κ' εκείνον τ' αγριοπούλια. Το χωρισμό σου δε φτουρώ, και δε βαστάω τον πόνο.... 'Στήν αγκαλιά σου πάρε με, αν μ' αγαπάς ακόμα, Κ' έλα να φύγουμε μακρυά, να πάμεάλλον τόπο. Αχώριστοι να ζούμε οι δυο, με μια καρδιά, μια αγάπη.

Έτσι της είπε, κι' άπλωσε τα χέρια στο παιδί του, μα πίσω γέρνει το παιδί στον κόρφο της βυζάχτρας με τις φωνές, τι τόσκιαζε η όψη του γονιού του, σαν είδε π' άστραφτε ο χαλκός σπιθόβολα οχ το κράνος, κι' απάνου σάλεβε αγριωπή η αλογήσα φούντα. 470 Γέλασε τότε η μάννα του μια στάλα κι' ο πατέρας.

Τα σταχτόμαυρα πανιά, τα ολοφούσκωτα· σχοινιά τα κοντυλογραμμένα στον ορίζοντα· τα πόμολα που άφιναν νομίζεις φωτεινή γραμμή στον αιθέρα μ' έκραζαν να πάω μαζί τους, μου υπόσχονταν άλλους τόπους, ανθρώπους, πλούτη, χαρές, φιλιά σε μένα άγνωστα στην καρδιά μου όμως αποθηκευμένα, του γονιού μου βέβαια μακρινή απόλαυσις. Και νυχτόημερα η ψυχή μου εκατάντησε άλλον πόθο να μην έχη παρά το ταξείδι.