United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και λόγους της έστειλαν με άλλας γυναίκας πως δεν αρκεί ότι την έσωσαν από την βλαχοκαλύβαν όπου ανετράφη, από την μπομπόταν όπου έτρωγε, και την έφεραν σε πολιτεία, από κάτω σε σπίτι να τρώγη σίτινο ψωμί, παρά ήθελε να μένη και άδουλη να μη πιάνη ούτε μισακό μετάξι! Η Σμάλτω ήκουεν αυτά κ' ετήκετο περισσότερον.

Φώναζε τους αγροφυλάκους να πάρουνε τους γκράδες· ήθελε να τα ξεκάμη για να γλυτώση από δαύτα. — Τι; μισακό τον έχουμε τον τόπο! συχνόλεγε με θυμό. Της το είπα χίλιες φορές· όποιος θέλει θρεφτάρια ν' αγοράση και κουμάσι· δεν τόχω σκοπό ν' αναθρέψω εγώ τα μπαστάρδικα. Για να τα ξεκόψη σοφίστηκε χίλια δυο κακά. Το κεφαλάρι που έβγαινε έρριζα στο σπιτάκι, έβαλε και τόχτισαν με ξερολιθιά.

Όνειρο είχε να κλείση στο κεφάλι του όλη την Υδρόγειο. Και όμωςθα το πιστέψετε; — αυτός ο θαλασσομάχος ένα καλό δεν είδεν από τη θάλασσα. Δέκα χρόνια καπετάνιος κ' ετρόμαξε τον ναυτόκοσμο με τα ναυάγια. Ένα μπάρκο του μαδέρια το εσκόρπισε η λεονάδα στον Καβοκόρσο. Ένα μπρίκι που είχε μισακό με τον Δήμαρχο το εδάγκωσαν αλύτρωτο οι πέτρες στο Βονιφάτσιο.

Από ναύτης ήταν δουλευτής ακούραστος και οικονόμος. Λίγολίγο απόχτησε μερικά λεφτά, επήρε μισακό ένα σαπιοκάικο κ' εδούλεψε σερμαγιά εδώ τριγύρω. Έπειτα το σαπιοκάικο έγινεν όλο δικό του και άνοιξε δουλειές ως την Αττάλεια. Τέλος έχτισε τη γολέτα και άπλωσε τα ταξείδια του πέρα στον Ποταμό. Μα τόρα ήταν όλος θυμό.