United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάτω στο καρνάγιο καμαρωτό και περήφανο, έτοιμο να πέση στη θάλασσα, με την αρματωσιά του λεβέντικη, στεκότανε απάνω στα σκαριά, ένα καινούριο μπρίκι. Έλεγες πως ζητούσε να ξεφύγη μόνο του από τα σκαριά, να γλυστρήση στο γιαλό και να σχίση τη θάλασσα. Η καρδιά του Μοναχάκη λαχτάρησε. — Νάχω την ευχή του πατέρα μου! Να την η νύφη που μου πρέπει. Καλή και μπιστεμμένη, άξια και ώμορφη.

Ο Γέρο Μελιγκόνης, πρώτος πάντα να μάθη τα νέα και να διαβάση την εφημερίδα, πετάχτηκε από το σκαμνί του. — Να το, φάνηκε! Να ιδούμε τι νέα μας φέρνει ο «ατμός». Το βαπόρι φάνηκε τώρα καθαρά στη μπούκα του λιμανιού. Ο κόσμος έτρεχε κάτω στη σκάλα, οι βάρκες ξεκινούσαν γεμάτες μπαούλα και κοφίνια. Ο Μελιγκόνης ξαφνιάστηκε. — Κάτι τραβάει μαθές πίσω το βαπόρι. Ένα μπρίκι.

Η Φραγκογιαννού εγκατεστάθη, όπως και την προλαβούσαν νύκτα, σιμά εις την γωνίαν της εστίας, όπου εύρε και το καλάθι της. Εξάναψε την φωτιάν, έβαλε νερό στο 'μπρίκι, και κατεγείνετο να βράση βότανα, το οποία έβγαλε από τον κόλπον της.

Τσουπ! και ξεπροβάλλουν απ' τις πόρτες κι' απ' τα παραθύρια. «Ο φοβιτσιάρης, ο φοβιτσιάρηςΕγώ είμαι φοβιτσιάρης, Μιχαληό; Δεν με ξέρεις του λόγου σου; Στο μπρίκι σου δε με ταξίδεψες; Σαν έφυγα και σ' άφησα και βγήκα στη στερηάεσύ το ξέρεις το γιατίας όψεται που με κατάντησε. Και τον πήρανε τα κλάματα. Ο Μιχαληός τονέ λυπήθηκε και τον πήρε με το καλό στο σπίτι.

Μια κυριακή του Φλεβάρη εκατέβηκα με τη γυναίκα μου στον Άγιο Νικόλα. Ο ξάδερφός της ο καπετάν Μαλάμος εβάφτιζε το μπρίκι του και μας είχε καλεσμένους στη χαρά. Ήταν ωραία ημέρααρχή του πόθου μου. Ο ταρσανάς γεμάτος μαδέρια, κατάρτια, σανίδες, πελεκούδια, ροκανίδια πλήθος. Ο αέρας παράμεστος από την άρμη του νερού, το άρωμα του νωπού ξύλου, τη βαρειά οσμή του κατραμιού, της πίσας, των σχοινιών.

Εγνώριζα καλά τον Μανωλιό. Ήταν παιδί μάλαμα, κάστρο καρδιά· δουλευτής τίμιος. Έκαμε χρόνο στο μπρίκι μου και λόγο δεν άλλαξα μαζί του. Η ματιά μου προσταγή· ο λόγος μου δουλειά του. Ήταν κ' εκείνος από τ' αποπαίδια της τύχης. Μόλις εγεννήθηκε ηύρε τα βάσανα εμπρός του. Λάμια τον εκαρτέραγεν η δουλειά, σίδερα η ανάγκη, θολό ποτάμι του γονιού το αμάρτημα.

Αντίκρυ, μέσα στη σκιά που άπλωνε στα νερά το βουνό του Προδρόμου, η «Αθηνά» σάλευε παραπονετικά. Ο Μοναχάκης κουβαριασμένος απάνω στην άμμο, μέσα στην αγκαλιά του Γερο-Φλώκου, μ' ένα ροχαλητό που έβγαινε από το στήθος του, σήκωσε το κεφάλι του με κόπο και κάρφωσε τα μάτια του μισοσβυσμένα απάνω στο μπρίκι. Το πρόσωπό του ήταν σαν κερί, το στήθος του ανεβοκατέβαινε σ' ένα βουβό αναφυλλητό.

Δεν πρόφτασαν να κατέβουντη σάλλα και φτάνει ο Καραϊσκάκης με το Χρηστίδη σε βάρκα Ελληνική από το μπρίκι το Ψαριανό του Γιαννίτση, πού ήταν αραγμένοτη Λεψίνα και τόχε ο Καραϊσκάκηςτης διαταγές του. Λένε πώς επίτηδες ο Γάλλος ναύαρχος είχε φέρη έτσι το πράμα, για να σμίξουν οι δυο αρχιστράτηγοι. Κι' αυτό του το είχε ζητήση ο Κιουταχής.

Ω! πόσα είχε να φέρη ο Ρούντυ, όταν την αμέσως επομένην επανήρχετο εις το σπίτι του επάνω από τα υψηλά βουνά· Μάλιστα! είχε τρία αργυρά ποτήρια, δύο ωραία όπλα, και ένα άργυρο μπρίκι· το μπρίκι θα το μετεχειρίζετο, όταν θα έκανε νοικοκυριό. Αλλά αυτά όλα δεν ήσαν το σπουδαιότερον· κάτι σπουδαιότερον, κραταιότερον έφερε, ή τον έφερεν επάνω από τα υψηλά βουνά προς την πατρίδα του.

Με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μεσοκάναλα εκείνη τη νύχτα. Μόλις αρράξαμε στη Στένη ο καπετάν Ξυρίχης επήρε τη βάρκα κ' έτρεξε στο τηλεγραφείο. Δύο ημέρες τόρα φριχτή τον ετυρανούσε αμφιβολία. Τριάντα μίλια έξω από το Μπουγάζι αντάμωσε τον «Αρχάγγελο» δεύτερο μπάρκο του, που ήσαν μέσα κυβερνήτης και γραμματικός τα δύο αδέρφια του.