United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ελπίδα μετακόμιζε τώρα οριστικά στο σπίτι του Ευμορφόπουλου. Από την ώρα που πέθανε η κυρά Πανώρια άλλαξαν πρόσωπα και πράματα. Μα πιο πολύ άλλαξε ο Αριστόδημος. Πρώτα ο θάνατος της μάννας του κ' η ερμιά του μέσα στο σπίτι· έπειτα η χρηματική στενοχώρια τον έφεραν κάπως σε θεογνωσία. Έβαλε μεσίτες στο Δημητράκη για να κατεβή στο χωριό, να κυττάξουν τις δουλειές τους.

Ήταν μ' άλλα λόγια από 'κείνους, που τους έλεγαντα στρατόπεδα χατζαρούλες . Το στρατιώτη αυτόν για τους τρόπους του και για της ταπεινές δουλειές που έκανε τον έλεγαν οι συντρόφοι του Κλανομάρω.

Έφτειαναν όλο κάτι χρυσούτσικες στάτουες, με το πρόσωπο του καθενός μικρωμένο, που γυάλιζε σαν ψιλό ψιλό διαμαντάκι και που μπορούσε μόλις να το πάρη το μάτι. Αφιέρωνε μια στάτουα ο ένας ταλλουνού· ή την πετούσε πάλε ο ένας σταλλουνού το κεφάλι. Τέτοιες είταν οι δουλειές τους.

Το ξέρεις πως αυτό το ξάμηνο κοντεύουμε μείς, το μεγαλύτερο εργοστάσιο σιδεροβιομηχανίας εδώ, στον τόπο μας, να σημειώσουμε τις λιγότερες δουλειές, εξαιτίας της δικής σου αφροντισιάς; Ξεχνάτε, κ. Φιντή, τα περασμένα, και γι' αυτό όσα λέτε εναντίο μου, επιτρέψτε μου να σας πω πως είναι άδικα. Ξεχνάτε πόσες φορές ήρθα και σας παραπονέθηκα για την κατάσταση της ατμομηχανής.

Σε μιαν από τις πλημμύρες εκείνες, αφού χάλασαν την Τραπεζούντα κατέβηκαν και στο Βυζάντιο· μα και στη Χαλκηδόνα περάσανε με ψαράδικα, κι αφού νίκησαν εκεί τους Ρωμαίους ξεκίνησαν ως τη Νικομήδεια, τη Νίκαια, την Προύσα. Και σαν άρπαξαν ό,τι βρήκανε, βάλανε φωτιά και γύρισαν πίσω. Οι Ρωμαίοι ως τόσο τι έκαμναν; Είχαν άλλες δουλειές αυτοί τώρα. Μα είχε ο Γαλλιηνός κι άλλες έννοιες.

Ο νους κ' η καρδιά πάνε συχνά ταίρι ταίρι· έχει κι ο νους καλοσύνη δική του· δεν είναι μόνο της καρδίας η καλοσύνη. Είναι και του νου, φτάνει να μην τον κλειδώνης· φτάνει, κι ο νους σου ναγαπά Δουλειές είχαν, πολλές δουλειές οι μικροπολίτες. Τόσο, που δεν κατώρθωναν όλα να τα κάμουν. Είταν πάντα σαν ανταρεμένοι. Έτρεχαν και φιλονικούσαν.

Περνώντας μπροστά από το σπίτι του ντον Πρέντου φώναξε τη Στεφάνα και της είπε ότι έπρεπε να φύγει για δικές του δουλειές και ότι δεν ήξερε πότε θα γυρίσει. «Πες μου τουλάχιστον πού πας.» «Στο ΝούοροΔυο μέρες του πήρε μέχρι που να φτάσει στο Νούορο. Ανηφόριζε σιγά σιγά, με σύντομα διαλείμματα, πέφτοντας στην άκρη του δρόμου όταν κουραζόταν. Έκλεινε τα μάτια, αλλά δεν κοιμόταν.

Αλλά παρακάλεσε τόσο θερμά, που η Ζωηδία στο τέλος συμφώνησε «Φέρε τους λοιπόν», είπε, «αλλά κάνε τους να καταλάβουν ότι δεν θα πρέπει να σχολιάζουν ότι δεν τους αφορά και κάνε τους να διαβάσουν την επιγραφή πάνω από την πόρταΓιατί πάνω από την πόρτα ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα. «Όποιος ανακατεύεται σε δουλειές που δεν τον αφορούν, θα ακούσει αλήθειες που δεν θα του αρέσουν

Είχε και το ναυτόπουλο για να τους κάνει τις δουλειές. Τίποτ' άλλο. Μα ούτε και αγάπη είχεν άλλη ο Βαλμάς από τις δυο, τις πρώτες του: το τρεχαντήρι και το παιδί του. Ένα σχοινάκι να εκοβόταν από το ξύλο ήταν ικανός να χαλάση κόσμο. Κεφάλι να έλεγε το παιδί πως του πονεί, έκλαιγε σαν γυναίκα.

Σαν άρχισε να γλυκοφέγγ' η φωτιά στη γωνιά, σαν άρχισε ν' ανεβοκατεβαίν' η Αννούλα και ν' ανοίγη παράθυρα, να κουβεντιάζη με τις γειτόνισσες, να τρέχη από δω κι από κει και να συγυρίζη, άρχισε να χάνη και το σπίτι την αγριάδα του. Καθίσαμε στο δείπνο οι τρεις μας, δίχως το γέρο. Ο γέρος είχε δουλειές ακόμα να κάμη στην εξοχή. Φάγαμε ήσυχα και δίχως λόγια πολλά.