United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άπλωσε το μικρό του χέρι και με χάδεψε και παρατήρησα πόσο αδυνάτησε και λίγνεψε. Ενώ έστεκα εκεί σκυμένος απάνω στο παιδί, εννόησα πως όλα αυτά είτανε πραγματικότατα και πως το παιδί μου ζούσε ακόμα. Κρατούσα το χέρι του στα μάτια μου κ' αιστάνθηκα να φεύγη το βάρος από τα στήθη μου κ' η άχνα από τα μάτια μου.

Τότες τ' απάντησε ο γοργός γιος του Πηλιά και τούπε «Τι ήρθες, αδρέφι μου, κι' εδώ τους πόθους της καρδιάς σου μου παραγγέλνεις; Έννια σου, όπως ζητάς κι' ορίζεις, 95 τα πάντα θα βολέψω εγώ και σ' όλα θα σ' ακούσω. Μόνε κοντά μου ζύγωσε... Αχ έλα αγκαλιασμένοι μια στάλα να χορτάσουμε φαρμακερό καν κλάμαΣαν έτσι τούπε, κι' άπλωσε τα χέρια δίχως όμως να πιάσει.

Στην αρχή, μόλις μπήκε ο ντον Πρέντου, πλησίασε τον Έφις και τον κοίταξε από ψηλά. «Πώς πάει; Καλά, μου φαίνεται. Έλα να σηκωθούμε, άντε!» Ο Έφις σήκωσε τα αδιάφορα, βαθουλωμένα μάτια του και, μόλις ο ντον Πρέντου έσκυψε να τον αγγίξει, άπλωσε το χέρι σαν να ήθελε να σπρώξει το δυνατό κορμί που άγγιζε το δικό του που βρισκόταν σε διάλυση. «Φύγετε, φύγετε…»

Αντίκρυ του η μουριά με τα κλαδιά ολόρθα κι άτρεμα τα φύλλα της, έμοιαζε σβυσμένο μανουάλι απάνω στον τάφο των πάππων του. Πέρα κι απόπερα μαυρειδερά απλώνονταν τα χτήματα με τους φράχτες, με τις φυτιές, με τα σπίτια και τα μαντριά τους. Όλα μαυρειδερά σαν ν' άπλωσε καλόβουλη κυρά η νύχτα τον πέπλο της για να κρύψη το μυστικό της Πλάσης. Ποιο μυστικό ; θα πης. Τ' άγιο και τ' ολοφάνερο.

Μου άπλωσε το χέρι της απάνω από το ετοιμοθάνατο παιδί κ' είπε: — Δεν το ξέρω αν θα είναι για καλό ή για κακό, όμως θα μείνω μαζί σου. Γιατί τώρα πιστεύω πως έτσι το θέλει ο θεός. Κ' έπειτα από μια στιγμή πρόστεσε: — Κι ο Σβεν το θέλει. Μίλησα μαζί του. Χωρίς να μπορέσω να της απαντήσω, έσκυψα και της φίλησα το χέρι. Και τη στιγμή αυτή δε γνώριζε κανείς μας τι είταν ευτυχία και τι δυστυχία.

Μ' έσυρε στον καναπέ κ' έγυρε το κεφάλι της στον ώμο μου και στρυμώχτηκε κοντά μου, σα να ζητούσε να βρη αυτού προστασία απ' όλα τα δεινά και τους πόνους του κόσμου. Χωρίς ναλλάξη θέση, άπλωσε το χέρι της κ' έκλεισε το βιβλίο. — Είναι ένα μωρό βιβλίο, είπε. Δεν μπόρεσα να το νοιώσω ποτέ. — Μωρό δεν είναι, της είπα με χαμόγελο. — Εσύ το είπες, είπε κι ανασηκώθηκε. — Εγώ; Ποτέ!

Κι' άξαφνα η μια στάθηκεν, άπλωσε στο χέρι της το καπέλλο της άλλης και με μεγάλη προσοχή, με μεγαλείτερη στοργή της διώρθωσεν.....αλήθεια πως να το διηγηθώ; — της διώρθωσε τη θέση κάποιου άνθους που είχε γύρει, σαν να διώρθωνε το μεγάλο λάθος της ύπαρξής των! Η άλλη είπεν «ευχαριστώ» — ξαναπιάστηκαν απ' το χέρι και περπατούσαν πάλι σιωπηλές και σβυσμένες. Αυτή ναι η ιστορία. Λονδίνο, 1909.

Τότε ακούμπησε το κεφάλι του εις τα γόνατά της και άπλωσε τα ποδάρια του οπού έφθαναν έως το περιγιάλι· και απεκοιμήθη, και άρχισε να ρογχαλίζη, εις τόσον οπού ηχολογούσεν η ακροθαλασσιά.

Τότε έσκυψε η μαμά και χάδεψε τα μαλλιά του μικρού αδελφού, χωρίς όμως να το δη εκείνος άπλωσε το άλλο χέρι της και ζήτησε το δικό μου και το έσφιξε σπασμωδικά. Μια νύχτα καθόμουνα μόνος στην κάμαρά μου κ' ήξερα πως την άλλη μέρα θα ερχόντανε οι γιατροί και θαποφασίζανε για τη ζωή ή το θάνατο του μικρού Σβεν.

Πικρά σάλευσε όλος ο σωρός, γεροντικά και σβυσμένα, και φλογερά ματάκια πλημμύρισσαν στα δάκρια, αναφυλητά ακούστηκαν κ' η θλίψη άπλωσε βαρειά τα φτερά της, εκεί στην απαλή ήσυχη κώχη του γιαλιού.