United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάποιο γαμπρό μελετούσανε οι δυο γερόντοι. Ύστερα θυμήθηκε μια μέρα του Μαρτίου, που ρίξανε το καινούργιο καράβι του πατέρα της στη θάλασσα. Το καράβι είχε τόνομά της: «Ταρσίτσα» κι' αυτό. Ποιος ξέρει πού να βρίσκωνται τώρα τα μαδέρια του και τα στραβόξυλά του, χρόνια ναυαγισμένο στη Μαύρη θάλασσα! Εφτά χρονών ήτανε τότες η Ταρσίτσα, μα το θυμάται σαν και σήμερα.

Το ξύλο έτριζεν άγρια επάνω στον βράχο, εστέναζεν, έναςένας του έφευγαν οι αρμοί, άνοιγεν η καρίνα, εσκορπούσαν τα δεσίματα. Ένα κύμα έκοψε τις στραλιέρες του. Άλλο κύμα εξερρίζωσε το πρυμιό κατάρτι με όλα τα ξάρτια. Τρίτο κύμα άνοιξε το λυγερό σκαφίδι του. Σχοινιάμαδέρια στα κύματα· ναυαγοί στους βράχους. Σε μια ώρα μέσα κουρέλι έγινεν η όμορφη «Παντάνασα».

Παρετήρησεν ο Μανώλης, ίνα ενθαρρύνη τον κιτρινίσαντα εκ του φόβου πάτερ- Γαλακτίωνα, — Του οποίου, βλουημένε, τσινάει καμμιά φορά, το ζωντόβολο, απήντησεν ο πάτερ-Γαλακτίων, προσποιούμενος αφοβίαν. Κ' εξηκολούθησε. — Τώρα, του οποίου, κάνει τα καλά του· του οποίου, βλουημένε, σαν τσινίση, τότε να ιδής. Του οποίου, πετάει τα μαδέρια της «Γαλανομμάτας» πέρα-πέρα ως να πης τρία, του οποίου . . .

Τι δουλειά να πιάση; επίμενεν εκείνη κλαίοντας. Μπορεί να κάμη άλλη δουλειά ο ναύτης; Ζη το ψάρι όξω απ’ το νερό; Θέλοντας και μη τον έβαλε καπετάνιο στην «Παντάνασα» τον Δρακόσπιλο. — Τήραξε, μωρέ Θύμιο, του είπε πικρογελώντας όταν τον αποχαιρετούσε στην ανεμόσκαλα· τήραξε να μη το κάμης μαδέρια και τούτο. — Αν δεν έρθη το μπάρκο δεν θα 'ρθώ κ' εγώ· απάντησεν εκείνος.

Να! ακούς; καλοσύνεψε! είπε καγχάζων θριαμβευτικώς ο μάστρο- Πανάγος. — Σιώπα εσύ, δεν ξέρ'ς εσύ, ανέκραξεν ο Στεφανής. Εσύ ξέρ'ς να πελεκάς στραβόξυλα και να καρφώνης μαδέρια. Αυτή είνε η στερνή δύναμι της φουρτούνας, είν' αέρας που ψ'χομαχάει. Αύριο θα μαλακώσ' ο καιρός, σας λέω εγώ! Μπορεί νάχουμε ακόμη και καμμιά μικρή χιονιά, δε σας λέω, μα ημείς, από Σταβέτ, ανάγκη δεν έχουμε.

Κατέβη κάτω εις το αμπάρι, ήναψεν έν κλεπτοφάναρον το οποίον είχεν εις τον κόλπον του, παρεμέρισεν ολίγους ασκούς γεμάτους οίνον σιμά εις τα πλευρά του σκάφους, ήνοιξεν οκτώ ή δέκα τρύπες δεξιά και αριστερά εις τα μαδέρια του πλοίου. Τας τρύπας ταύτας κατεσκεύασε με την τέχνην την οποίαν αυτός εγνώριζεν, ουδέ θα συγκατένευε ποτέ να την διδάξη εις άλλον.

Της έδειξα τα θεμέλια, τα μαυρισμένα από την καπνιά, το μικρόν κήπο που είχε παραμεληθεί κ' ένα σωρό μαδέρια έξω στην αυλή. Είτανε καμένα, σαπισμένα και φαγωμένα. Αυτό είταν όλο που έμενε από την πρώτη μας κατοικία. — Θάπιασε φωτιά, είπα. Κ' η φωνή μου έτρεμε. — Καμένο μέρος.

Τη βοηθεία μερικών περιέργων την έσυρεν έξω υψηλά, να μη την φθάνη η τρικυμία και την εμερεμέτισε μετά προσοχής ως τέλειος ναυπηγός, την εμπάλωσε μόνος του, εξετάζων τα μαδέρια της, την εκαλαφάτισε, την επίσσωσε, και ακολούθως την εχρωμάτισεν όλην γαλάζια με ένα άσπρο ζωνάρι εις τα παραπέτα. Και την ωνόμασε «Γαλανομμάταν». — Καλορρίζικη! τω ηυχήθησαν όλοι, όταν την έρριψεν εις την θάλασσαν.