United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα Τελώνια όμως έμεναν σκαλωμένα στη θέσι τους, περιφρονώντας την ταραχή και τον θόρυβο. Τόρα δεν ήσαν δυο, δεν ήσαν τρία μόνον ήσαν εκατόχίλια. Τ' ωχροκίτρινο φως τους έφευγε περαδώθε στο πλωριό κατάρτι, στο πρυμιό, στους φλόκους, στα πινά, στις στραλιέρες, άπλωνε κ' έσβυνε κινούμενο σαν φίδι που έφαγε τη λαμπηδόνα.

Τέσσεροι φλόκοι εμπρός και πέντε πανιά στο πλωριό κατάρτι· τρεις στραλιέρες στη μέση και μπούμα και φλις στο πρυμιό κατάρτι. Μα το ξύλο έμενε ακίνητο σαν βάρυπνο. Ρίζες έρριξε, νομίζεις, στον βυθό κ' έμελλε να βλαστοβολήση. Αποκαρωμάρα εβασίλευε περίγυρα, από άνθρωπο σε ξύλο, από θάλασσα σε ουρανό.

Κ' επιάσθηκα, εγατζώθηκα επάνω της σαν να εφοβόμουν μήπως με συνεπάρη στο κρύο σκότος η άβυσσος. Ο παπάς με τα ιερά του άμφια εδιάβαζε την ευχή στο πλεούμενο. Ο πρωτομάστορης άρχισε τα προστάγματα. — Φόρα το πρυμιό ποντίλι! — Φόρα το πλωριό! — Φόρα σκόντρα και σκαρί!...

Γυρίζω· οι ναύτες όλοι είχαν κατεβή. Μόνος εγώ αγκαλιασμένος καλά στο κορζέτο εξεχάσθηκα κυτάζοντας το θαύμα. Γοργά εγλύστρησα δίπλα στον καπετάνιο. Τον βλέπω με αγριεμένο πρόσωπο, το μάτι βαθύ, γοργογύριστο ν' ατενίζη το απειλητικό στοιχειό, λέγεις κ' ήθελε να το αβασκάνη. Στο δεξί χέρι εκράτει ένα μαυρομάνικο λάζο κ' έστεκεν εμπρός στο πρυμιό κατάρτι σαν να το έβανε μετερίζι.

Το ξύλο έτριζεν άγρια επάνω στον βράχο, εστέναζεν, έναςένας του έφευγαν οι αρμοί, άνοιγεν η καρίνα, εσκορπούσαν τα δεσίματα. Ένα κύμα έκοψε τις στραλιέρες του. Άλλο κύμα εξερρίζωσε το πρυμιό κατάρτι με όλα τα ξάρτια. Τρίτο κύμα άνοιξε το λυγερό σκαφίδι του. Σχοινιάμαδέρια στα κύματα· ναυαγοί στους βράχους. Σε μια ώρα μέσα κουρέλι έγινεν η όμορφη «Παντάνασα».

Μα ο Γιώργης δεν θα τον ξυπνήση ποτέ. — Τι άνεμο! λέγει· δεν ημπορώ να ταξειδέψω ένα σκαφίδι κ' εγώ!... Έδεσε το τιμόνι και άρχισε με το ναυτόπουλο να μαζώνη πανιά! Μα ο καιρός τον εκεφάλωσε. Μια σπιλιάδα έρχεται και κόβει το πρυμιό κατάρτι στη μέση. Με τον βρόντο επετάχτηκεν έξω χαμένος ο καπετάν Βαλμάς. Κυτάζει καλά· τί να ιδή; Εμπρός εκάπνιζεν ο Καβομαλιάς.

Ο Ρένας αισθανότανε τη μυρουδιά του καπνού, κι' έβλεπε το χέρι του να το μαυρίζει η σκιά του. Ο καπνός έβγαινεν από τους καπνοδόχους σα να τον σπρώχνανε με δύναμη, σα να τον φυσούσανε από το άνοιγμα του καπνοδόχου. Κουβάρια, και τόπια, και τούφες, και κύματα, και χεριές, ο καπνός, τραβούσεν ίσα κατά την πρύμη του καραβιού, περνούσε το πρυμιό άλμπουρο και χανότανε. Αυτός ήταν ο καπνός.