United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις χαμογελούσε. «Έλα», του είπε, πιάνοντάς τον από το χέρι, και αφού περπάτησαν λίγο: «ακούς;» Ο τυφλός άκουγε τη φωνή του άλλου συντρόφου που εκεί, μπροστά τους, ζητούσε ελεημοσύνη. «Τώρα δεν θα κάνετε όπως την άλλη φορά», είπε ο Έφις. «Εάν τσακωθείτε και σας συλλάβουν, εγώ νίπτω τας χείρας

Έπειτα γυρίζουν οι επίτροποι με τους δίσκους: «για την εκκλησιά, για τον παπά, για το σκολειό μας», και ακούς δεκάρες και κουδουνίζουν, Και σαν περνούνε τ' άγια, σκύβουν πολύ χαμηλά και σταυροκοπιούνται, γέροι, γυναίκες, άντρες, παιδιά, νιές και παλληκάρια. «Μνησθείη αυτών Κύριος ο Θεός εν τη Βασιλεία αυτού πάντοτε»....

Τράβα γρήγορα, φύγε από τα μάτια μου, κακιά, και άφησέ με ήσυχο. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Πώς! και συ;... ΚΟΒΙΕΛ Φύγε από τα μάτια μου, σου είπα, και να μη μου ξαναμιλήσης ποτέ πεια. ΚΛΕΟΝΤ Ακούς εκεί να φέρεται έτσι στov πιστότερο και στον πλέον αφωσιωμένο εραστή του κόσμου! ΚΟΒΙΕΛ Είνε φρικτό πράγμα αυτό που μας έκαναν και στους δυο μας,

Πανάγο μου, κέφι έχω απόψε. Έρχεσαι να τα χτυπήσουμε κάτου και να πάμε να το στρώσουμε γλέντι μ' αυτούς τους λαγούς, απόψε κιόλας; — Ακούς λέει; και τι καλλίτερο. Και σε μισήν ώρα μέσα ο Μιχάλης με τον Πανάγο στο σπίτι του, κ' η Μιχάλαινα στο χαμώγι και μαγείρευε τους λαγούς. Σκαρώνουν κέφι με τη μαστίχα, και σαν ανέβηκε το φαεί, πήρε δρόμο το γλέντι. Το κατέβαζαν αλύπητα το Κισσαμιώτικο.

Εγνώριζε πολύ καλά τον ήχον του όπλου εκείνου. Τον είχεν ακούσει άλλοτε, ότε μαζί με τον τελευταίον αδελφόν του, εις τον ταϊφάν του Τσόγκα ευρισκόμενος, συνεκρούσθη προς τους τουρκαλβανούς. — Ακούς; εκείνο ένε το καρυοφύλλι του παπού· μην το ξεχνάς! του εσύστησεν ούτος πριν φονευθή από τον Ταχίρ Γιάτση.

Να! ακούς; καλοσύνεψε! είπε καγχάζων θριαμβευτικώς ο μάστρο- Πανάγος. — Σιώπα εσύ, δεν ξέρ'ς εσύ, ανέκραξεν ο Στεφανής. Εσύ ξέρ'ς να πελεκάς στραβόξυλα και να καρφώνης μαδέρια. Αυτή είνε η στερνή δύναμι της φουρτούνας, είν' αέρας που ψ'χομαχάει. Αύριο θα μαλακώσ' ο καιρός, σας λέω εγώ! Μπορεί νάχουμε ακόμη και καμμιά μικρή χιονιά, δε σας λέω, μα ημείς, από Σταβέτ, ανάγκη δεν έχουμε.

Τι θα πει η γιαγιά σου; Ότι σ’ αφήσαμε να πεθάνεις από την πείνα;» «Γκριζέντα, δεν ακούς που σε φωνάζουν; Κάνε αυτό που σου λένε», είπε η ντόνα Έστερ. «Α, ντόνα Έστερ μου! Πεινάω μόνο… για χορό!» «Τζουαναντό! Έλα να φας!

Δεν έχω τώρα καιρό να χάνω για την Αννούλα. Δεν ακούς; Έρχονται αυτοί οι τιποτένιοι εδώ. . . Τι θέλουν όμως από μένα; τι θέλουν; Ποιοί έρχουνται εδώ; ΦΙΝΤΗΣ Οι εργάτες, όλοι οι εργάτες του εργοστάσιου. Δεν έμαθες; Έγινε έκρηξη των καζανιών, και τινάχτηκε στον αέρα το μηχανοστάσιο, και σκοτώθηκαν καμιά δεκαριά απ' αυτούς.

Συγχρόνως δε ηκούετο και η φωνή του Τρέκλα κράζοντος·Εδώ, Χόμο! Δεν ακούς; Ο ξένος δεν έβλεπεν άνθρωπον, αλλ' όμως το φοβερώτερον είνε ν' ακούης ανθρωπίνην φωνήν και άνθρωπον να μη βλέπης. Ητοιμάζετο ήδη να τραπή εις φυγήν, αφού έκρυψε τα εργαλεία του εις τον αυτόν θάμνον, οπόθεν τα είχε λάβει.

Μου εφάνη πως δεν έκαμα Χριστούγεννα εκείνο το έτος. Ήμουν όλην την ημέραν κατηφής και λυπημένος. — Ακούς εκεί; Με τον ήλιον να σημάνουν αι εκκλησίαι; ημέρα πλέον; Κατά το έθος, εκοιμήθην ενωρίς, την παραμονήν, και περί την δευτέραν ώραν, μετά τα μεσάνυκτα, εγερθείς, ανέμενα ν' ακούσω τον κώδωνα του γειτονικού μου ναού των Ταξιαρχών εις τους Αέρηδεςένα γλυκύτατον, αργυρόηχον κώδωνα.