United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να με άφηνεν ο γέρος μου, θα μ' έπαιρνες; — Ακούς εκεί! φτάνει να θέλης. — Και δεν μπορούμε να τον καταφέρωμε; — Αυτό κεγώ προσπαθώ. — Αλήθεια; — Βέβαια. Δι' αυτό ομιλούμεν κάθε βράδυ. — Κάθε βράδυ; — Ναι. Έχω ένα μήνα οπού τον παρακαλώ. — Δι' αυτό πηγαίνετε οι δύο σας μοναχοί και τα λέτε; — Σωστά. Δεν το κατάλαβες; — Πού να το καταλάβω; Και τον παρακαλείς να με αφήση;

Στους δρόμους, σταργαστήρια, παντού διδαχές ακούς και τίποτις άλλο.

Είνε καλλίτερος, θυγατέρα μου, μα να πας ότι νάρθη ο καιρός σου. Μα μη μου λες τέτοια λόγια, γιατί με θανατόνεις. — Κουζουλάδες, κουζουλάδες, μάνα μου, είπε η άρρωστη και προσπάθησε να γελάση. Μην ακούς. Ό,τι 'πε τόνειρο θα γενή. — Κάθα πως θα ξηγήση τόνειρο ο Ταχτικός έτσα βγαίνει. — Μα δε σούπα πως άρχιξα και καλλιτερεύγω; Και θαρρώ πως γλίγωρα θα μπορέσω να πάω κίσα στα Λιβάδια.

Μόνον διελογίζετο πάντοτε και ενίοτε οι διαλογισμοί της εξεστομίζοντο θρηνωδώς: — Ακούς να πάη με τον αναποδιασμένον! Δεν είνε παράξενο επάνω εις το γενάτι του να την έσπασε την παληοσακολέβα του.

Συχνά, όταν ήταν μόνη ή και με τον αξιωματικό, έφερνε το καλό ρώτημα στο νου της. Μα ποτέ δε μπόρεσε να λάβη ρητή απάντηση. Ούτε ναι, ούτε όχι. Και τώρα να, αυτήν τη στιγμή, δεν ήξερε τίποτε. Μιαν αγανάχτηση μόνον, μιαν άγρια αγανάχτηση αιστάνθηκε να φεύγη από την καρδιά και να κυριεύη όλο το είνε της. Ακούς εκεί μια παλιομαμούρα!

Τ' ήθελε να την πάη στα Μνημούρια, θα πω τι ήθελε; Και την έβαλε, λέει, να πέση μέσ' τον τάφο που έχει κτίσει, για να δοκιμάση το μπόι της! . . . Κορίτσι απάρθενο, αγουρίδα, άκακο, μούστο πράμμα! Και να ξαπλωθή στον λάκκο μέσα, ακούς!

Ποιος ξέρει αν δεν θα βγουν οι Τουρκαλάδες όξω στη στεριά, να πάρουν αράδα της αβραγιές και τα χωράφια. Η Λελούδα θα φοβάται να 'ρθή μαζί μου. — Ακούς τι σ' λέω, Κουμπίνα; Εσύ να την καταφέρης να 'ρθή μαζί σου.

Κάτω ακόμα, βαθύτερα ακόμα, εγλυκοφώταε λίγο μες ταδύνατα χρώματα της χαραβγής, εξεχώριζε μες το νυχτονοτισμένον του πελάγου ανασασμό, καθισμένο πάνω στα διάπλατα κοιμάμενα νερά, ολοστρόγγυλο, καμαρωτό το Πινακούλι. Βόσκουν μέσα του τα τόσα αγριόγιδα, ακούς που άνθρωπος δεν τα ζυγώνει. Έχει άπειρες σπηλιές ανήλιαστες κι άπατες καταβόθρες το νησί.

Ο καινούργιος ο δήμαρχος, με τη δωδεκάδα, προσκάλεσεν απ' την Χαλκίδα τον κυρ-Μαχανικό με τη μαχανή. — Α, την κυρά-Μαχανή, την μάγισσα! Καλά έκαμε, διέκοψεν ο ποιμήν. — Όχι, χριστιανέ μ'. Ακούς να σ' πω. Τον κυρ-Μαχανικό. — Α, τον κυρ Μαχανικό! επανέλαβεν ο γέρων μετά σοβαρότητος. Κατάλαβα! — Ναι, εξηκολούθησεν η γραία, Τον κυρ-Μαχανικό, απ' λες, για να φκιάση, λέει, το χωριό.

Κ' εχάθηκ' έτσι πάσα βοήθεια του κάθε φτωχού. Κ' εχάθηκ' έτσι κάθε παραθάρι... — Χααά! Ψαρή μ', κ' εξεχαστήκαμε... — Έτσι πια, ακούς του λόγου σου. απόμεινε καψόχηρα η Νάκο-Μήτραινα, η Ζαχαρούλα. Ζαχαρούλα τη λέγανε, κ' ήταν ζάχαρη κ' ήταν μέλι η καψούλα. Μα πάντα ο μεγαλοδύναμος, — δοξασμένο τόνομά του — , δεν αφίνει τον κόσμο να χαθή.