United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όμορφη βραδινή, και το φεγγάρι μισόγεμο. — Αμέ, και γιατί όχι; αποκρίνεται ο Πανάγος με το στοχαζούμενό του χαμόγελο, και καμώνοντας πως ξύνει το κεφάλι του κατά το δεξί του αυτί, έτσι από λεβεντιά. Από του Πανάγου τα δένδρα ίσια σπίτι του ο Μιχάλης. Έμπαινε σα φταιξιάρης, δέκα ώρες απάνω κάτω. Λέει της ΒασιλικήςΒασίλω, απόψε πάω στους λαγούς με τον Πανάγο μαζί. Του είπα νάρθη εδώ στις έντεκα.

Έλαβον άκραν χαράν και αγαλλίασιν, όταν ελευθερώθην από εκείνο το πονηρόν ζώον· έμεινα τότε τρόπον τινά παρηγορημένος επειδή και εις εκείνας τας ημέρας που το ζώον εκείνο με έφερεν ένθεν κακείθεν ωσάν το άλογον, δεν είδα καμμιάς λογής ζώον άγριον εκεί, αλλά μόνον πουλιά που εκελαδούσαν, λαγούς διαφόρων ειδών και άλλα μικρά ζώα αβλαβή, τα οποία δεν μου επροξενούσαν κανένα φόβον.

Τότε τω όντι διά του πε- λάγους εκείνου ηδύνατό τις να διαβή, διότι υπήρχε νήσος έμπρο- σθεν του στομίου, το οποίον καλείται, ως υμείς λέγετε, στήλαι του Ηρακλέους.

Στέκοντας εκεί είχες τα τούρκικα τα σπίτια καταδεξά λίγο παρακάτου, τα τούρκικα τα λιόδεντρα πάνωθέ τους από την ίδια μεριά, ολόγυμνα καταρράχια και βοσκιές πίσωθε, χαμόδεντρα πάλε και κουμαριές και θυμάρια κατά ταριστερά. Μέρος που το σύχναζαν οι βοσκοί, το σύχναζαν κι όσοι βγαίνανε στους λαγούς ή στο χορτομάζωμα.

Αλλ' αυτοί και αυτά διδάσκουν επί πληρωμή και τους πλουσίους κολακεύουν και φοβούνται και προς το χρήμα χάσκουν και είνε πλέον οξύθυμοι από τα κυνάρια και πλέον δειλοί από τους λαγούς, πλέον κόλακες από τους πιθήκους και ασελγέστεροι από τους όνους, αρπακτικώτεροι από τους γάτους και φιλονεικότεροι από τους πετεινούς.

Ο Στρατής ήτο κοσμογυρισμένος· είχε ταξειδεύσει έως εις το Λασήθι και με κάποιαν αυταρέσκειαν επεδείκνυεν αυτήν του την υπεροχήν. Και διηγήθη διάφορα περίεργα περί της ορεινής εκείνης επαρχίας, διατρίψας ιδίως εις τα κυνηγετικά. Οι Λασηθιώται, έλεγε, σπανίως κυνηγούν κατά τον χειμώνα με τουφέκια τους λαγούς.

Τα σφουγγίζει μάνι μάνι με την ποδιά της, και μπαίνει σε βαθεια συλλογή. Αμίλητη, ανάκουγη, ασάλευτη, και μήτε ανασασμό. Κ' εκεί που κάθουνταν έτσι, αθώρητη κι αγνώριστη ζουγραφιά, ακούγει ποδοβολητό αποκάτω. Κάμνει πως σκύβει, και βλέπει δυο λεβέντηδες κι ανεβαίνουν το μονοπάτι, τα τουφέκια στον ώμο. Είταν ο αδερφός του Πανάγου ο Γιάνης κι ο αξάδερφός του ο Μιχάλης. Βγαίνανε στους λαγούς.

Ο Μανώλης, που του κλάδευε και του μπόλιαζε αμίμητα τις ελιές του, που του ξετρύπωνε περίφημα τους λαγούς του, που και στις εθνικές απάνω τις μάχητες πρώτος μυρίζουνταν και μηνούσε του Κυρ Δημήτρη Τούρκικα κατατόπια, Τούρκικες μπροσκάδες και παραμονέματα και σκοπούς, αυτός και τώρα πήγε και τα πρόφταξε του αφέντη του μ' όλα τα στολίδια και ταποσώσματα που τα κολνούσε ο καθένας δηγώντας τους του γειτόνου του.

— Θ' ανοίξουν δρόμους, εξηκολούθησεν η γραία, θα φκιάσουν πλατέαις, θα στρώσουν καλτερίμια ίσια, θα φκιάσουν βρύσαις. Θα φυτέψουν δέντρα, θα φέρουν το νερό από δύο ώραις δρόμο, θα φκιάσουν κήπους για το σιεργιάνι. Θα φκιάσουν . . . λαγούς με πετραχείλια! . . . — Και θα χαλάσουν λοιπόν το χωριό πρώτα, για να φκιάσουν όλα αυτά; Γιατί, αν είνε καθώς λες, όλα τα σπίτια έχουν σταυρούς.

Τους λαγούς δε καταδιώκει καλίτερα και από λαγωνικόν.