United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και φυλλομετρούσε τη στίβα με τα γράμματα από κάτω από το παράθυρο, σαν να ήθελε να βεβαιωθή τάχα άλλη μια φορά. — Δεν έχει, σου είπα, μάτια μου. Κάνετε υπομονή. Με το άλλο έχει ο Θεός. Όλο και με το άλλο. Οι βδομάδες και οι μήνες περνούσαν και πάντα με το άλλο. Μια Παρασκευή πρωί η Ουρανίτσα καρτερούσε πάλι στο παράθυρο. Είχε γίνει αγνώριστη.

Τα σφουγγίζει μάνι μάνι με την ποδιά της, και μπαίνει σε βαθεια συλλογή. Αμίλητη, ανάκουγη, ασάλευτη, και μήτε ανασασμό. Κ' εκεί που κάθουνταν έτσι, αθώρητη κι αγνώριστη ζουγραφιά, ακούγει ποδοβολητό αποκάτω. Κάμνει πως σκύβει, και βλέπει δυο λεβέντηδες κι ανεβαίνουν το μονοπάτι, τα τουφέκια στον ώμο. Είταν ο αδερφός του Πανάγου ο Γιάνης κι ο αξάδερφός του ο Μιχάλης. Βγαίνανε στους λαγούς.

Ευρίσκετο πλησιέστατα της οικίας του Θωμά και διά μέσου των κλώνων της συκαμινέας διέκρινε την Πηγήν, όπως την είδεν άλλοτε ορθίαν εις την θύραν και σκορπίζουσαν κριθάς εις τας όρνιθας. Ήτο δε και η αυτή ώρα. Αλλά τώρα το ρόδινον φως του δειλινού περιέβαλλε θλιβερωτάτην εικόνα. Πόσον είχε μεταβληθή η κακομοίρα! Ήτον αγνώριστη.

Εδώ όσα μόνο σώνουνε να μας δείξουν τι έκαμε ο Ιουστινιανός για τον τόπο, κι όχι μονάχα με δρόμους και με γιοφύρια και με μερικά άλλα μέτρα που έτυχε αφορμή να ειπωθούνε αλλού, παρά και φέρνοντας στο κράτος την πολύτιμη βιομηχανία του μεταξιού, που στάθηκε στη χώρα μέσα πηγή πλουτισμού κι από χρυσωρυχεία πολύ σημαντικώτερη. Είταν ως τα τώρα αγνώριστη αυτή η τέχνη έξω από την Κίνα.

Δε θυμούμαι τι τον έκαμε το γέρο να μας ξεμυστηρευτή τη βραδιά εκείνη. Ίσως τον ερέθισε ο Καπλάνης, που όλο τις παλικαριές του μας έβγαζε στη μέση, όλο Τούρκους μας σκότωνε. Γιατί θυμούμαι τον Αγγελάκο που γύρισε κ' είπε της μάννας μου. «Δε μας έμεινε πάλι Τούρκος. Σαν πράσα πάλι μας τους πελέκησε ο ΚαπλάνηςΔεν την ξέχασα, την ιστορία του γέρο Βασίλη, και δεν πρέπει να την αφήσω αγνώριστη.

Η ιδέα που μούχαν δώσει για την κατάστασή της δεν ήτο και πολύ υπερβολική. Ήτο σχεδόν αγνώριστη. Αδύνατη και κατάχλωμη και τα μαύρα της μάτια, που φαινόντανε μεγαλείτερα, είχαν την αγωνία πουλιού πληγωμένου. Αλλ' αυτά τα μάτια ήσαν εκείνα π' αγαπούσα κιόταν ταντίκρυσα, το κρύωμα της καρδιάς μου πέρασε κιάρχισαν παλμοί στο στήθος μου.

Έγινε αγνώριστη η Πόλη από τη φωτιά, από τις φωνές, από τις ληστείες κι από τους φόνους. Ο Ιουστινιανός, η Θεοδώρα, ο Βελισάριος, και μερικοί Σενατόροι και Στρατηγοί, μνήσκανε κλεισμένοι μες στο παλάτι. Δεν είταν αυτοί και καλά γυμνασμένοι. Είχανε στείλει λοιπό να φέρουνε στρατό από τα περίχωρα. Τους παύει λοιπόν και τους δυο, και διορίζει έπαρχο της Αυλής το Φωκά, και Κοιαίστορα το Βασιλείδη.

Άξαφνα άρχισε να γελάη μοναχός του: «Για κύττα! είπε. Ένας πλούσιος κ' ένας φτωχός!...» Ο ήλιος πύρωνε από ψηλά και τους τρεις! Τον πλούσιο, τον φτωχό και τον φιλόσοφο. Στις όχθες ενός μακρυνού ποταμού, πέρα και πέρα από τις χώρες των ανθρώπων, βασίλευε πάντα η μεγάλη και αγνώριστη χαράέτσι λέει ένα παλαιό παραμύθι.

Α ! τότε λύθηκε πια ολότελα η βασκανιά κ' οι ψυχές τους αναγάλλιασαν . . . Η Λιόλια έγινε αγνώριστη.

Και ως φθάσαμε κατάγιαλα προς το γοργό καράβι, δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι, 570το πλοίον ήλθε κ' έδεσεν η Κίρκη ένα κριάρι και προβατίνα ολόμαυρη, κ' εύκολ' απ' έμπροσθέν μας εδιάβηκεν αγνώριστη• ποιος δύναται να βλέπη θεάν, αν εις τον δρόμο του να φαίνεται δεν θέλει; Ραψωδία Λ