United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι στήλαι του Ολυμπιείου, το ρεύμα του Ιλισσού, τα γλαυκά κύματα του Φαλήρου, οι ελαιώνες, αι ροδοδάφναι, αι κορυφαί των λόφων στεφόμεναι δι' εκκλησιών ή μνημείων, πάντα ταύτα περιέσφιγγον την όρασιν των δύο νεανίσκων διά ζώνης και αυτού του κεστού της Αφροδίτης θελκτικωτέρας· η δε ηδονή, ην ησθάνοντο εκ του πανοράματος τούτου, καθίστατο διπλασία, διότι μεθυσμένοι όντες έβλεπον τα πάντα διπλά.

Αυτή η δούλη, είνε ιδική σου;. — «Τι σε μέλλειαπήντησεν η Ηρωδιάς. Οι συμπόται επλήρουν την αίθουσαν του συμποσίου, η οποία είχε τρεις νάρθηκας ως εκκλησία, και την οποίαν εχώριζον στήλαι εκ ξύλου κέδρου με ορειχάλκινα λαξευτά κιονόκρανα.

Τότε τω όντι διά του πε- λάγους εκείνου ηδύνατό τις να διαβή, διότι υπήρχε νήσος έμπρο- σθεν του στομίου, το οποίον καλείται, ως υμείς λέγετε, στήλαι του Ηρακλέους.

Διαβαίνων πλησίον μιας υπογείου στοάς παρετήρησε λέβητας ομοίους με θώρακας. Ο Βιτέλλιος προχωρών τους περιειργάζετο, διέταξε δε να του ανοίξουν τα υπόγεια δωμάτια του φρουρίου. Τα δωμάτια εκείνα ήσαν λαξευμένα εντός του βράχου, με υψηλούς θόλους τους οποίους υπεβάσταζον στήλαι εις μικρά διαστήματα. Το πρώτον περιείχε παλαιάς πανοπλίας, το δε δεύτερον ήτο γεμάτον από λόγχας.

Και εις την ερημωθείσαν πόλιν, όπου τα αρχαία μάρμαρα ορθούνται ως επιτύμβιοι στήλαι, έμεινε μόνον εσχατόγηρος μοναχός, όστις με τρέμουσαν χείρα χαράσσει επί του μαρμάρου το σπαρακτικόν χρονικόν: «15 του Μάη.... ήρθαν η φούστες και η χώρα ερημώθηκε. Κλάψετε την Αθήνα». Το πλατάγισμα ιστίου διακόπτει τον ρεμβασμόν μου.

Ο δε τύμβος ας μην αποτελή όγκον υψηλότερον από το έργον πέντε ανδρών, εργαζομένων επί πέντε ημέρας. Αι δε μαρμάριναι στήλαι να μη γίνωνται μεγαλίτεραι από όσον δύνανται να χωρέσουν τα εγκώμια του βίου του αποθανόντος, τα οποία να μην είναι περισσότερα από τέσσαρας ηρωικούς εξαμέτρους στίχους.

Ακόμη δε και σήμερον είναι φανερόν ότι η οικοδομή εγένετο βιαστικά· διότι τα θεμέλια σύγκεινται εκ παντοίων λίθων, και είς τινα μέρη ακατεργάστων και όπως τους έφερεν έκαστος, πολλαί δε στήλαι επιτάφιοι και λίθοι κατειργασμένοι συγκατελέχθησαν, διότι μεγαλυνθείς ο περίβολος περιέβαλεν όλην την πόλιν· και διά τούτο τα πάντα αδιακρίτως μετακινούντες έσπευδον.

Στήλαι πυρός, νέφη καπνού, ήχος κωδώνων και ασμάτων, αναθυμιάσεις λιβάνου και μαγειρείου προσέβαλον μετ' ου πολύ τους οφθαλμούς, τα ώτα και την ρίνα της ημετέρας ηρωίδος, ης το θάμβος και ο τρόμος ηύξανον ανά παν βήμα, ουδ' ίσχυε να καθησυχάση αυτήν η ευθυμία του Φρουμεντίου, όστις εις τας συχνάς αυτής ερωτήσεις απεκρίνετο διά καγχασμών και φιλημάτων.

Εξεκίνησεν η μικρά πομπή, προπεμπομένη από το παθητικόν πλούσιον μυρολόγι της υψηλοσώμου κόρης Πλουσίας, και την στιγμήν εκείνην, επάνω εις το ηλιακωτόν της γείτονος οικίας εφάνησαν, ως φαντάσματα της ημέρας, ως στήλαι ακίνητοι, να ίστανται δύο γυναίκες· μία μαυροφόρα, και μία με πολίτικην μανδήλαν χρωματιστήν, χρώματος «λαδί». Ήσαν η Κακαβάραινα και η κόρη της η Μελαγχρώ.