United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Πέτρος εστάθη και είπε προς τον Ναζάριον: — Βλέπεις αυτήν την λάμψιν, ήτις προχωρεί προς ημάς; — Δεν βλέπω τίποτε, είπεν ο Ναζάριος. Αλλ' ο Πέτρος εκάλυψε τότε τους οφθαλμούς με την χείρα του και μετά μίαν στιγμήν είπεν: — Είς άνθρωπος έρχεται προς ημάς εν τη μαρμαρυγή του ηλίου. Εν τούτοις ο κρότος των βημάτων δεν έφθανε ποσώς εις τα ώτα των. Πέριξ επεκράτει βαθεία σιγή.

Είδες ποτέ γαλήν αναβάσαν επί τραπέζης και πίνουσαν του αυθέντου το γάλα; λοξά τα βλέμματα αυτής, ανήσυχα τα ώτα, ορθαί αι τρίχες υπό του φόβου και έτοιμοι οι πόδες εις φυγήν. Ούτω γεύονται και αι κοσμικαί αύται δέσποιναι του απηγορευμένου καρπού.

Ότε έπαυσαν αντηχούντες εις τα ώτα μου οι απαίσιοι εκείνοι χρησμοί και ανέτειλε μετ' ολίγον φαιδρός ήλιος, φωτίζων πλην των άλλων την «Βασίλισσαν», ερχομένην να σώση ημάς από του Αγίου Σώστου, επίστευσα ότι απηλλαττόμην από κακού ονείρου. Εκ των συμβουλών του συνοδοιπόρου μου δεν ηκολούθησα καμμίαν, αλλ' ουδέ δύναμαι, δυστυχώς, να βεβαιώσω ότι δεν μετενόησα διά τούτο.

Έκαστος αυτών τρέφει ένα κροκόδειλον όστις διά της αγωγής καθίσταται χειροήθης· κρεμώσιν εις τα ώτα του ενώτια κρυστάλλινα και χρυσά· περιβάλλουσι με ψέλλια τους εμπροσθίους του πόδας και τω δίδουσι τροφάς εκλεκτάς προερχομένας από τας θυσίας. Τέλος, ζώντα μεν τον περιποιούνται πολύ, αποθανόντα δε τον ταριχεύουσι και τον θάπτουσιν εις ιεράς θήκας.

Η Ιωάννα συνεσφίγγετο τρέμουσα εις τα στήθη του συντρόφου της, και αυτός δε ο όνος έτεινεν ανησύχως τα ώτα, προχωρών μετά περισκέψεως και δειλίας ως στρατιώτης του Πάπα εις το πυρ των μαχών.

Λάβε τον κόπον να του είπης να έλθη, είπεν ο αρχηγός. Ο ιππότης έκαμε σημείον προσκυνήσεως και εξήλθεν, όπως εκτελέση την διαταγήν ταύτην. Εγώ είχον ορθώσει τα ώτα, πρότερον δε δεν επίστευον ότι ήμην επιδεκτική του εγκοσμίου τούτου αισθήματος, της κούφης περιεργείας, διότι είχον φαντασθή ότι ενέκρωσα τα πάθη και δεν μ' έμελε πλέον περί ουδενός των επιγείων πραγμάτων.

Την επιούσαν προ της ενάτης της πρωίας τον εμέθυσα τόσον, ώστε ηναγκάσθη να κατακλιθή. Τότε τον ενέδυσα το κάλυμμα της κεφαλής μου και το φόρεμά μου, εγώ δε εζώσθην το ξίφος το οποίον έφερεν εις Φιλίππους! Ω! από την Ιταλίαν. Χύσε τας αγαθάς αγγελίας σου εις τα προ πολλού στείρα ώτα μου. ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Κυρία, κυρία

» Αλλ' επί μακρούς ενιαυτούς ακόμη να ανέχωμαι να μου εκδέρη τα ώτα το άσμα σου, να βλέπω τας δομιτίους κνήμας σου, — ως δύο στύλουςνα ταράσσονται εις τον πυρρίχιον χορόν, να σε ακούω να κιθαρίζης, να σε ακούω να φωνάζης, να απαγγέλλης ποιήματα ως άθλιος ποιητής των περιχώρων! . . . Α! μα την αλήθειαν, το θέαμα ήτο υπέρτερον των δυνάμεών μου και ησθάνθην εν εμαυτώ ακράτητον την ανάγκην να απέλθω εις συνάντησιν των προγόνων μου.

Διατί, όπως δύναταί τις να κλείη τους οφθαλμούς, να βύη τα ώτα, διατί δεν δύναται να κοιμίζη προσκαίρως και την σκέψιν, διατί να είνε κατάδικος εις το να κυλινδρή τον λίθον του Σισύφου εν τη ιδία αυτού ψυχή; Διά να ομολογή την αδυναμίαν αυτού; Διά να εννοή το ανίσχυρον και ατελές της ανθρωπίνης φύσεως; Φευ! Είμεθα λοιπόν χείρονες και των θηρίων; Τα κτήνη είνε τέλεια εν τη ατελεία.

— «Όλο κοριτσούδια, το έρμοΤο παράπονον του Γιάννη του Λυρίγκου εβόμβει εις τα ώτα της Φραγκογιαννούς. Η λεχώνα δεν είχεν εξυπνήσει. Η γραία Χαδούλα εκινήθη ολίγον, ετανύσθη επί των γονάτων της, κ' έφθασε το λίκνον. Παρεμέρισε το λευκόν πανίον από την κεφαλήν της κούνιας, κ' έτεινε την χείρα διά να θωπεύση το μικρόν, ενώ τούτο εκλαυθμήριζεν.