United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε πώς δεν ξεχωρίζετε από το Γιάννη το φίλο σου; — Η φιλία φιλία, και το κόμμα κόμμα. — Ας είνε τέλος πάντων, ο Θεός κ' η ψυχή σας. Πίνετε από μια μαστίχα; — Απώνα κρασί . . . αν μας κεράσετε. Και ο Λάμπρος ο Βατούλας διέταξε δύο κρασιά. Εν τω μεταξύ εισήλθεν εις το καπηλείον και άλλη ομάς εκ του αντιθέτου κόμματος. — Εβίβα! Καλή επιτυχία. Οι δύο φίλοι συνέκρουσαν τα ποτήρια και έπιον.

Κι ο τραπεζίτης τότε, ο στρογγυλοκαμωμένος, ο κοιλαράς, όλος μπιφτέκι και παλιό κρασί, ροφώντας τη μαστίχα του, είπε: — Κρίμας! Δεν ήξεραν να μη πουλήσουν και τ' άλλο βόιδι τους, οι δυστυχισμένοι... Στον Γεράσιμον Βώκον Αφού έφαγαν και έπιναν τόρα, πήρε το μπουζούκι του όχι με πολλή όρεξη. Είταν ένα παιδί τσιλιγκρό κι αδύνατο, ψηλό και κοκκαλιάρικο.

Μας κέρασε μαστίχα ο χρυσόκαρδος ο καπετάνος, μας έκοψε καρπούζι, μας έφερε και καρύδια. Τάσπανε τα καρύδια με τα σιδερένια του δόντια ο καλότυχος, που λεγες κ' είταν παξιμαδάκια. Χαμογέλασε και μου είπε με τη βροντερή του φωνή πως φόβο δεν έχει, σαν άκουσε πως φοβήθηκα μην τύχη και σπάση τα δόντια του.

Η μάννα ξανατύλιξε το παιδί της, άφησε όξω τ' αχνό κεφαλάκι του με τ' ανοιχτά τα κίτρινα και σβυσμένα μάτια του. Οι ταχτικοί του φαρμακείου τόρα ξανάπιασαν την κουβέντα τους για τα πολιτικά του τόπου τους με περισσότερη ζωηρότη, τσουγκρίζοντας τα ποτηράκια, κουτσοπίνοντας τη μαστίχα τους. Σε λίγο η μάννα σηκώθηκε αναστενάζοντας, έσφιξε το παιδί της στην αγκαλιά της.

Και δος του κρασί και μαστίχα. Σαν πήρε απόνυχτο, μια ώρα απάνω κάτωπηγαιμένοι τώρα οι Τούρκοιφάνηκαν και τα δυο ταδέρφια, Μιχάλης και Δημήτρης, έπειτα κι ο Πανάγος με τον αδερφό του το Γιάνη, παρέα κ' οι τέσσερεις. Κατέβηκαν ύστερα και κάτι άλλ' αξαδέρφια και συμπεθέροι, και γέμισε μια λάκερη κώχη από το σόγι τους. Σα να λέμε μανιφέστο κι από τις δυο τις μεριές, πως ομόνοιασαν.

Ο υπενωμοτάρχης με τους συντρόφους του έφτασε στο μπακάλικο και ζήτησε απ' το μπακάλη τρία κρασιά, ρίχνοντας πεταχτή τη ματιά του μέσα στο μαγαζί. Στο σκοτεινό του βάθος τρεις τέσσαρες μεσόκοποι κι ένας νιός έπαιζαν χαρτιά κι έπιναν μαστίχα. Σαν είδαν τους στρατιώτας όξω χαιρέτησαν, κρυφομίλησαν κάτι και ξανάρχισαν τα χαρτιά.

' ως τόσο οι Ρωμιοί, σαν κάθουνται και κουβεντιάζουν το βράδυ κοντά στη μαστίχα τους, ονειρεύονται Φράγκους και Ρούσσους που τοιμάζουνται να κατεβούν και να τους ξαναδώσουν τη λευτεριά. Τέτοια όνειρα να μας βλέπης, Ρωμιέ μου, για να βλέπουμε άσπρη μέρα και μεις. Και θα βλέπη τέτοια όνειρα ο Ρωμιός. Ανοίξτε τα κιουτάπια, να το δήτε κι αυτό.

Πανάγο μου, κέφι έχω απόψε. Έρχεσαι να τα χτυπήσουμε κάτου και να πάμε να το στρώσουμε γλέντι μ' αυτούς τους λαγούς, απόψε κιόλας; — Ακούς λέει; και τι καλλίτερο. Και σε μισήν ώρα μέσα ο Μιχάλης με τον Πανάγο στο σπίτι του, κ' η Μιχάλαινα στο χαμώγι και μαγείρευε τους λαγούς. Σκαρώνουν κέφι με τη μαστίχα, και σαν ανέβηκε το φαεί, πήρε δρόμο το γλέντι. Το κατέβαζαν αλύπητα το Κισσαμιώτικο.

Στο δρόμο, ανταμώνουμε το γέρο Βασίλη. Και καλά να γυρίσουμε πίσω· να μη βγούμε· σπίτι να πάμε· κάτι κρυφομίλησε της μάννας μου, και γυρίσαμε. Κάτι μισοάκουσα για μια καινούρια βαρκιά που μας ήρθε πάλι. — Άι, στην υγειά σου, μου κάνει ο γέρος πίνοντας τη μαστίχα του, και νάχουμε την ευκή της Λενιώς. Δεν τα μάθετε; την τάξανε την Ελένη τους.