United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η καθέδρα εκείνου του βασιλείου είνε ένα περίφημον εμπόριον εις κάθε είδος πραγματείας. Τότε οι πραγματευταί του καραβιού άρχισαν να ξεφορτώνουν τας πραγματείας των διά να τας πουλήσουν.

Μετά ταύτα μας έφερον εις ένα μακρυνόν νησί και εκεί μας έβγαλαν εις την αγοράν διά να μας πουλήσουν.

Κι ο τραπεζίτης τότε, ο στρογγυλοκαμωμένος, ο κοιλαράς, όλος μπιφτέκι και παλιό κρασί, ροφώντας τη μαστίχα του, είπε: — Κρίμας! Δεν ήξεραν να μη πουλήσουν και τ' άλλο βόιδι τους, οι δυστυχισμένοι... Στον Γεράσιμον Βώκον Αφού έφαγαν και έπιναν τόρα, πήρε το μπουζούκι του όχι με πολλή όρεξη. Είταν ένα παιδί τσιλιγκρό κι αδύνατο, ψηλό και κοκκαλιάρικο.

Β' ΑΝΗΡ Κι' αν δεν τα κουβαλήσουν, τι; Α' ΑΝΗΡ Θα τον εξαναγκάσουμε αυτόν που τα κρατεί. Β' ΑΝΗΡ Κι' αν ήνε οι περισσότεροι που τα κρατούνε, τι; Β' ΑΝΗΡ Και αν σου τα πουλήσουν, τι; Β' ΑΝΗΡ Πολύ καλά, κι' αν σκάσω τι; Α' ΑΝΗΡ Καλά θα κάμης. Β' ΑΝΗΡ Αλλά συ, κι' αν σκάσω, θα θελήσης να δώσης. Α' ΑΝΗΡ Νά κ' οι γείτονες που κουβαλούν επίσης. Α' ΑΝΗΡ Σκασμός, μ' αυτά που λες!

Έτυχεν όμως ν' αρρωστήση η μεγάλη, και να χρειασθή γιατρό, ζουμί, στρώμα, φανέλλα και σκεπάσματα ζεστά. Εσυλλογιστήκαμε τότε πως κάλλια πάλι ήτανε να λιγοστέψη η προίκα της παρά να την πάρη ο χάρος, ας είναι και χωρίς προίκα. Έβγαλα με βαρειά καρδιά τρεις μετοχές από την κασέλα μου να δώσω να τις πουλήσουν εις το Χρηματιστήριον.