United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Που πήγαν μια φορά στην εκκλησιά και πήραν το διάκο για τράγο, τ' άγιο βήμα για τσαγκαδομάντρα, τους ψαλμούς για τραγούδια, το θυμιατό για σιδεροσφεντόνα και τα κλωνιά του λιβανιού για γιδοκακαράντζες. Πώχασαν μέσα το Γώγο, σα σκώθηκαν να φύγουν, κ' έμπηξαν τες φωνές για να τον βρουν.

Οι σκαφτιάδες μ' εξαπατήσανε, με της ψευτιαίς τους, και δεν το σκάψανε, και το αμπελάκι σου έμεινε άσκαφτο, Θωμαή μου. Θειάφι δεν είχα να το θειαφίσω, και τα σταφύλια της κλάρας χολεριασθήκανε, Θωμαή μου. Από πού να δανεισθώ; Οι δανειστάδες πεθάνανετο χωριό μας. Σταφύλια της αγίας Σωτείρας δεν έστειλατην εκκλησιά, παιδί μου. Και καλή χρονιά κανείς δεν μούπε της αγίας Σωτείρας, παιδί μου.

Ο καταμεσινός μάλιστα ο βράχος, ο μονόπετρος εκείνος ο δράκος, που μέσα στην αντηλιά φαινότανε σα σύννεφο, σαν καπνός, με την εκκλησιά σαν κορώνα στημένη στην περήφανή του κορφή, τέτοιο πράμα δεν το χώρειε η φαντασία του.

Τη νύχτα εκείνη εδιάλεξε ο 'Μέρ για το σκοπό του. — Απόψι αγρύπνια ολονυχτίς, λέειτο σύμβουλό του, Κ' ύστερ' απ' τα μεσάνυχτα, 'σάν το φεγγάρι φύγη, Την ώρα που των Χριστιανών η εκκλησιά ανοίγει Και πάνε τα Χριστούγεννα αυτοί να λειτουργήσουν Καιτα προχώματα 'ψηλά κανένας δε θα μείνη.

Μα ο κλησιάρχηςαλήθεια, σβέλτος κι' άξιος κλησιάρχης, φωτιά μοναχή, — του είπεν: «Από κει, παρακαλώ». Και τον έστειλε κατά το μέρος που στέκουνται οι άνδρες. Γιατί στον Άη Διονύσιο, καθώς ξέρετε, δεξιά στέκουνται η γυναίκες και αριστερά οι άνδρες. Αν καιτα ύστερα γεμίζει η εκκλησία και γίνονται όλοι ένα, άνδρες και γυναίκες, ένα σωρόκουβάρι.

Να ακόμη, ανάμεσα στις δυο καλύβες, στη γωνία της αυλής το πέτρινο κάθισμα ακουμπισμένο στον τοίχο όπου η θεια-Ποτόι είχε δει την ντόνα Μαρία Κριστίνα περιτριγυρισμένη σαν Βαρόνη από όλες τις γυναίκες των υποταχτικών που πήγαιναν να προσκυνήσουν στην εκκλησία.

Ο παπά-Βαγγέλης ήτο ακόμη στην εκκλησιά, δεν είχεν απολύσει η λειτουργία. Ήτον σαρανταήμερον, παραμοναί των Χριστουγέννων, και, κατά το έθος, η μυσταγωγία ετελείτο καθημερινώς εις τους ναούς.

Δεν πέρασε πολλή ώρα από τη στιγμή, που βάρεσε ο δεύτερος ο σήμαντρος κι' η εκκλησιά αγκάλιασε με τους τέσσερους τοίχους της όλον τον κόσμο του χωριού.

Πώκαμαν το Γώγο παπά, πούξερε το «πάτερ ημών» μοναχά όλο όλο, που λειτούργαε για εκκλησιά στο μανδρί μέσα, και μοίραζε για μεταλαβιά ξυνόγαλο στην κολοκύθα. Που δεν ήξεραν πότε πέφτ' η Λαμπρή και λογάριαζαν με χαράκια στες γκλίτσες και με γιδοκακαράντζες για να το βρουν.

Κατά τον μύθον αυτόν, τον οποίον ανεφέραμεν και ανωτέρω, ο Έρως είνε τέκνον του Πόρου και της Πενίας, παρήχθη με άλλας λέξεις εκ της συζεύξεως του κατά Πλάτωνα όντως όντος μετά του μη όντος, της ιδέας δηλαδή μετά της ύλης. Διεξοδικώτερον ακόμη επί του αντικείμενου αυτού είνε το καλούμενον βιβλίον του Ενώχ, το οποίον όμως η Εκκλησία δεν δέχεται μεταξύ των ιερών βιβλίων.