United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε το κλήμα στον τράγο, που τώτρωγε: «Κιως τη ρίζα να με φας, πάλι θα βλαστήσω και θα δώσω το κρασί να χαροκοπήσουν κείνοι που θα σε βάλουνε στη σούβλα. Λίγα χρόνια προ του 1821 στο Κράσι της Πεδιάδας. Ο Σιφογιάννης βγήκε από το σπίτι του κιαπό πίσω η γυναίκα του φάνηκε στην πόρτα και τούπε: — Καλιά 'χα 'γώ να μην πας, η μέρα πούνε. — Μα δε θα κάμω δα κιαμμιά δουλειά, ευλοημένη.

Ο Μόχογλους άρχισε ν' απαγγέλη με τόνον ιερατικής ευχής: Τούρτουρος και τουρτουρίνα! Ο Σιφογιάννης επανάλαβε: Τούρτουρος και τουρτουρίνα! Κιο Μόχογλους εσυμπλήρωσε: Και μεγάλη Τουρκαρίνα! Αφού επανάλαβε και τη δεύτερη φράση ο χωρικός, ο Αγάς του είπε: — Αγνάντισες εδά, μωρέ, είντα γίνηκε; Με δειλό νεύμα φανέρωσε ο Σιφογιάννης πως δεν κατάλαβε. — Θα σου το πω, εγώ, είπεν ο Μόχογλους. Ετούρκεψά σε.

Οι Ρωμιοί καβαλούσαν έτσι, για να είνε έτοιμοι να πεζέψουν, άμα φαινότανε Τούρκος. Χωρίς αυτή την έγκαιρη δουλική ταπείνωση, το μικρότερο πούχαν να υποφέρουν ήτο το ξύλο. Σαυτή την ανάγκη βρέθηκε ο Σιφογιάννης, μόλις απομακρύνθηκε λίγο από το χωριό. Και το συναπάντημα, που τούρθε, ήτον από τα πειο επίφοβα που μπορούσαν να του τύχουν. Αντίθετα ερχόταν ένας Τούρκος έφιππος. Από μακριά τον γνώρισε.

Και ποιος δεν τον γνώριζε; Ήτον ο Αγάς του Μοχού, που λεγότανε Μόχογλους. Την ίδια στιγμή ο Σιφογιάννης κατέβηκε από το γαϊδούρι, έσυρε το ζώο στην άκρη του δρόμου, το κράτησε 'κεί ακίνητο και στάθηκε κιο ίδιος δίπλα να περιμένη τη διάβα του Αγά. Μετά πέντε λεπτά ο Μόχογλους έφτανε μένα ψαρό άλογο. Θάτονε σαράντα πέντε ετών, αλλά φαινότανε γεροντώτερος.

Στο κεφάλι του ο Σιφογιάννης φορούσε μαύρη πέτσα . Οι Ρωμιοί τότε απόφευγαν τα ζωηρά χρώματα και φρόντιζαν να φαίνωνται ταπεινοί, για να μη θεωρούνται επιδεικτικοί, ότε μπορούσαν να θεωρηθούν από τους Τούρκους προκλητικοί. Με το βάδισμα του γαϊδουριού, σειότανε η άκρη της πέτσας του Σιφογιάννη. Ήτον καθισμένος στο σαμάρι δίπλα, με ρωμαίικη καβάλα, όπως την έλεγαν τότε και την λέγουν ακόμη.

Δε σου τώπα; Θα πάω να δω αν είνε καιρός για διπλοσκάφισμα. — Ο Θεός μαζή σου, μια που δε μ' ακούς. Λες πως δε θα δουλέψης· μα μπορείς τουλόγου σου να πας στα γονικά σου και να μην κάμης κιαμμιά δουλειά, και Λαμπρή νάνε; Ο γάιδαρος περίμενε μπροστά, στην πόρτα στρωμένος, κιο Σιφογιάννης, ενώ τον έλυνε, είπε στην γυναίκα του με λίγο νεύρωμα: — Μα σου τώπα δα, σου τώπα, πως δε θα δουλέψω.

Πόσες φορές πρέπει να σου το πω; — Εγώ 'πρεπε να σου το πω, γιατί 'νε βαρά σκόλη, και 'ξά σου. — Καλά, καλά, είπεν ο Σιφογιάννης κιαφού έκαμε το σταυρό του, ανέβηκε στο γαϊδούρι και τον φώναξε «σεγια να ξεκινήση. Η γυναίκα του έμεινε κάμποσα λεπτά στην πόρτα και τον έβλεπε ν' απομακρύνεται. Στο αναμεταξύ μουρμούρισε: — Μα σαν πάει μόνο για να δη, γιάειντα τον επήρε τον κλαδεύτηρο;

Μα ο Θεός το κατέει πως α δε δουλεύγω και καματερές και σκόλες, δε θα προφτάνω να μπουκόνω τσαγάδες, να μαφήνουνε να ζω. Η Σιφογιάννενα είχε ανάψει φωτιά κ' ετοιμαζότάνε να μαγειρέψη. Δίπλα της στην πυροστιά ήτο ένα κιούπι, σκεπασμένο και δεμένο με πανί. — Κ' είντα χαζιρεύγεσαι να μαγερέψης; ρώτησε ο Σιφογιάννης. — Σύγλυνα . Αυτά που μούπεψε τσι προημερνές η συντέκνισα απού το Λασίθι.

Ο Σιφογιάννης ήτο εξηντάρης και πάνω. Αλλά σαν αυτό δουλευτής δεν ήτον άλλος στο χωριό. Γιαυτό, αν κ' ήτο θεοφοβούμενος, η μεγάλη φιλοπονία του τον τραβούσε καμμιά φορά και τις εορτές να μη μένη αργός. Αλλ' ως ελάφρωμα στη συνείδησή του είχε την πρόφαση ότι δεν έκανε βαρειές δουλιές τις εορτές.

Θα φορώ σαρίκι και θα πω στο χωριό πως από σήμερο και πέρα είμαι τούρκος. Μείνανε συλλογισμένοι κάμποσα λεπτά. Έπειτα η γυναίκα είπε: — Δεν πας να το πης και του παπά; — Κείντα μπορεί να μου κάμη κιο κακορρίζικος ο παπάς; Να βρη το μπελλά του κιαυτός; — Μια βουλή θα σου δώση. Ο Σιφογιάννης πήγε την ίδια βραδιά και ζήτησε γνώμη του παπά.