United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στην αυλή της Δέσπως. ΚΡΑΛΗΣ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ύστερα ΚΕΡΙΑΚΟΣ, ύστερα ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ΔΕΣΠΩ, ΑΔΕΡΦΙΑ. Κωστ. Το γλέντι πήγε ως την ώρα καλά, χρυσέ μου γαμπρέ, κ' η γριά μας ύστερ' από τη στεφάνωση ξαναχόρεψε κιόλας. Μα σήμερα μας ξημερώνει δύστροπη μέρα, και δύστροπη την κάνουν κάτι αναποδιές που δε βγαίνουν κι από το χέρι μας.

Σαν ήκουσαν αυτό ο 'γούμενος και ο παππά Κρητικός, επήραν και οι δυο τον Κεριάκο από της μασχάλαις και τον πήγαν στην άλλη κάμαρα. Ο 'γούμενος ήγνεψε του Σερέτη κι' αυτός εσηκώθη, επήρε τον γαμπρό, που ετρίκλιζε, και τον έβαλε στη μέση. Η νύφη έτοιμη εστάθηκε δίπλα του· ο Κεριάκος σαν την είδε, της έπιασε το χέρι και της είπε με φωνή μεθυσμένου και μ' ένα κουτοχαμόγελο.

Μια στιγμή εστάθηκε ο γέρω Μήτρος ν' ανασάνη, όπου βλέπει κάποιον να έρχεται. Ήταν ο Κεριάκος ο αραβωνιαστικός της κόρης του Κοντοπάνη και μικρανεψιός του γέρου Μήτρου. — Ώρα καλή, μπάρμπα, είπεν ο Κεριάκος, σαν ήρθε κοντά στο γέρο. — Καλό στον Κεριάκο! — Καλώς τα κάνετε! — Νάσαι καλά! — Δεν είνε πρώιμα για ζευγάρι, μπάρμπα;

Εις τη μέση της κάμαρας, απάνω σε τραπέζι, στρωμένο με άσπρο τραπεζομάντηλο, είνε τα στέφανα, καμωμέν' από κληματόβεργες και τυλιγμένα με ασπρογάλαζες κορδέλες, δύο λαμπάδες και το ευαγγέλιο. Τα πρόσωπ' αυτά μιλούσαν ανάμεσό τους, μα με φωνή χαμηλή, ίσως για να μη συγχίζουν' εκείνους που είνε στην πρώτη κάμαρα. Εδώ κάθουνται ο παππά Συνέσιος, ο παππά Κρητικός και ο Κεριάκος, ο υποψήφιος γαμπρός.

Είπεν ο δήμαρχος· ο Κεριάκος είν' αρρεβωνιασμένος καιρό τώρα, με την κόρη του Κοντοπάνη κ' εσείς τον επήρατε, τον εμεθύσετε για να τονε παντρέψετε με το ζόρι! — Ψώματα! εφώναξε ο Μαρούπας. — Πιο ήσυχα, γέρω, είπε τότε ο ειρηνοδίκης· η αλήθεια θα φανή ευθύς και καθένας θα βρη το δίκηο του. Και επλησίασε τον γαμπρό.

ΣΤΕΦΑΝΗΣ, ύστερα ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ, ύστερα ΚΕΡΙΑΚΟΣ Στεφ. Μ' έδιωξαν τα παιχνίδια! Μ' έδιωξε η χαρά! Ως εδώ μ' έδιωξε, ως στης Αγιά Μαρίνας τη γειτονιά. Με φωνάζανε να μπω στην παρέα και να τους τραγουδώ! Αν είχα φωνή για τραγούδι, θα την έκανα βροντή που να τους σκορπάη κατάρες. Τακούγω, ακόμα τακούγω! Με κυνηγούνε, με κυνηγούν οι χαρές τους! Φείδια έγιναν οι χαρές τους και σφυρίζουν κατόπι μου.

Ανεμόμυλε! του ετίναξεν από πίσω ο γέρος και εξακολούθησε τ' όργωμα. Σε μεγάλη συλλογή και σε φοβερή στενοχώρια βρίσκεται ο νέος Κεριάκος, ο γαμπρός, οπού τον θέλουνε, ο παππά Συνέσιος για την κουμπάρα του και ο χωριανός Κοντοπάνης· είναι βαρύς γαμπρός και καλός δουλευτής, τα καλά όμως αυτά του βγαίνουν από τη μύτη, γιατί δεν τον αφίνουν ήσυχο.

Εσύ φταις, Κεριάκο· κανένας άλλος, — Μα σα δε σ' αφίνουνε ήσυχο. — Ο φρόνιμος άθρωπος κάνει μιαν απόφασι, την καλλίτερη και ησυχάζει· σου τόπα κι' άλλη φορά! Ήδωκες το λόγο σου; βάσταξέ τονε· ευτά ξέρω γω. Και εσήκωσε τη βουκέντρα και έβαλε το ζερβό του χέρι στο αλέτρι απάνω. — Καλό βράδυ, μπάρμπα, είπεν ο Κεριάκος και αργοπατώντας, απομακρύνθηκε.