United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα κοντινά η Κίμωλος και η Πόλυβος, η Μήλος και η ερημόμηλος και τα Γερακούνια εξεχώριζαν καθαρά τυλιγμένα σε ασπρογάλαζη ομίχλη, με τις σχισμάδες και τις σπηλιές τους σκοτεινόμαυρες, τ' ακρωτήρια και τις ραχούλες φωτεινώτερες, τις πλαγιές τους ήμερες, στρωτές, δίχως λάκκους και αγριαγκάθια, τις ρεματιές τους και τ' ακρογιάλια δίχως λιθάρια και χάλαρα.

Μ' αυτό περνώνταςτα νεφρά τον λάκτισε ο χαμένος• απ' το στρατί δεν έκλινεν, αλλ' έμειν', ο Οδυσσέας• κ' εσκέφθη αν με το ρόπαλον ορμώντας του κατόπι 235 θα τον φονεύσ', ή σηκωτάτην γη θα του κτυπήση την κεφαλήν αλλάτον νουν υπόμειν', εκρατήθη. τον άλλον κατά πρόσωπον ύβρισ' ο χοιροτρόφος, κ' ευχήθη μεγαλόφωνα, σηκόνοντας τα χέρια• «Νύμφαις κρηναίαις, του Διός κόραις, αν ο Οδυσσέας 240 μεριά ποτέ σας έκαψε με πάχος τυλιγμένα αρνιών κ' ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελειώστε• ας έλθη εκείνος, ο θεός ας τον επαναφέρη• τω όντι θα σκορπίση αυτός τα καλλωπίσματά σου, 'που τώρα μ' έπαρσι φορείς και τριγυρνάςτην πόλι 245 πάντοτ', ενώ κακοί βοσκοί τα πρόβατ' αφανίζουν».

Οι κληρωτοί πέρνανε από ένα κουβά και τον γεμίζανε νερό από την τρούμπα. Απιθώνανε τα ρούχα ένα σωρό στο σανιδένιο κατάστρωμα, και το πλύσιμο άρχιζε. Βουτούσανε το ρούχο στον κουβά, το απλώνανε στα σανίδια και τρίβανε το σαπούνι απάνω του. Ένας από το σωρό των κληρωτών, είχε τα ρούχα του τυλιγμένα σε μια πετσέτα κάτω από τη μασχάλη του και κύτταζε τους άλλους με φανερή στεναχώρια.

Οι βιολιτζήδες κατέβαιναν απ' το βουνό, με τα όργανα τυλιγμένα μέσα σε μαβιές, πάνινες θήκες, κάτω απ' τη μασχάλη, σκονισμένοι, βιαστικοί, να φθάσουν κάτω στο γυαλό. Γύριζαν ψηλά απ' το χωριό ξενυχτισμένοι σε ξεφαντώματα.

Τα μάτια της ήταν μισοανοιγμένα, τα μαλλιά της τυλιγμένα γύρω της σε στριφτό σγουρό χρυσάφι κι από τα χείλη και τα μάγουλά της δεν είχε χαθή ακόμα το άνθισμα της κορασένιας νιότης.

Μεγάλο θάμμα έγεινε εις όλη τη γειτονιάκαι εις όλο το χωριό μάλισταένα Σάββατον πρωί, καθώς επήγεν η νεαρά δασκάλισσα, συνοδευομένη και από την μικρήν υπασπιστίναν της, το Ουρανιώ, το θυγάτριον του Παναγή του Κυραντώνη, διά ν' ανοίξη την πόρταν του σχολείου· η μικρή υπασπίστρια επροπορεύετο κρατούσα ένα κομψόν κουτί και δύο τυλιγμένα εργόχειρα, έκαμνε χαριτωμένους μορφασμούς και τσακίσματα, είχε την ξανθήν πλεξίδα της λοξά προς το ένα αυτί, κ' ήτο όλη μειδίαμα και χάρις, ώστε η μεν μυτίτσα της εγίνετο πλακαρή και σχεδόν εξηλείφετο από τους δύο μορφασμούς και τ' αυλακάκια τα σχηματιζόμενα εκατέρωθεν, από το πτερύγιον της ρινός έως τα κάτω βλέφαρα, και τα ματάκια της μισοκλεισμένα, ετόξευαν υγρόν σπινθήρα· η διδασκάλισσα χλωμή, με παιδικόν πρόσωπον, λευκοφορεμένη, καθώς και η μικρή συνοδός της, αναδεδεμένη τον στέφανον της πλουσίας κόμης της, άμεμπτος εις τα της μόδαςαλήθεια, τα κορίτσια του σχολείου, είχαν μάθει καλούς, πολιτισμένους τρόπους απ' αυτές της δασκάλες· εμάθαιναν γράμματα και χειροτεχνήματα, έκαμναν ως και γυμναστικήν, έν-δύο-τρία, εις το προπύλαιον του Σχολείου· η κόρη του Ντάκου είχε μάθει πώς να χτενίζη τ' αχυρόχροα μαλλιά της, ξέπλεκα, απλωμένα επί των νώτων, μέχρι της μέσης, λευκοφορούσα ωσάν ανεράιδα του βουνού· η παιδίσκη του Στάιου και του Λεγαντή είχον μάθει μπλε μαρρέν, και καρρέ, ακόμη και τρανσπαράν και το θυγάτριον του Σταμάτη του Μπλατσίνη είχε μάθει εις ένα μονότονον αχρωμάτιστον ήχον διάφορα ανόητα τραγουδάκια· όσον αφορά την ξανθήν πλεξίδα λοξήν προς το αυτί, όλαι σχεδόν αι μαθήτριαι την είχον αναπετάσει εσχάτως· άλλοι έλεγον ότι απ' εκείνο το αυτί εβγήκε το μυαλό της δασκάλας και των κοριτσιών, άλλοι έλεγον ότι εξητμίσθη από την κορυφήν της κεφαλής, διά μέσου των ριζών εκάστης τριχός, και άλλοι έλεγον ότι είχε φύγει απάνω από την οροφήν του Σχολείου· πλην ταύτα ήσαν λόγια των γραϊδίων της γειτονιάς, των γλωσσαλγών, όπου μεταχειρίζονται την ρόκαν μόνον ως συνόδευμα των κινήσεων της γλώσσας, ή έχουν την κακολογίαν οιονεί ως κέλευσμα προς ανακούφισιν του κόπου της ρόκας.

Εις τη μέση της κάμαρας, απάνω σε τραπέζι, στρωμένο με άσπρο τραπεζομάντηλο, είνε τα στέφανα, καμωμέν' από κληματόβεργες και τυλιγμένα με ασπρογάλαζες κορδέλες, δύο λαμπάδες και το ευαγγέλιο. Τα πρόσωπ' αυτά μιλούσαν ανάμεσό τους, μα με φωνή χαμηλή, ίσως για να μη συγχίζουν' εκείνους που είνε στην πρώτη κάμαρα. Εδώ κάθουνται ο παππά Συνέσιος, ο παππά Κρητικός και ο Κεριάκος, ο υποψήφιος γαμπρός.

Ακόμη και τα δάχτυλά του, που ήταν τυλιγμένα με τη χρυσή καδένα επάνω στο στήθος του, έμοιαζε να γελάνε. Ο Έφις τον κοίταζε τρομαγμένος, με τα μάτια όλο αγωνία, σαν τραυματισμένο ζώο. «Μα εκείνος πεθαίνει από την πείνα! Τον είδα προχθές. Έμοιαζε με ζητιάνο με τρύπια παπούτσια. Ακόμη και το ποδήλατό του πούλησε, δε σου λέω τίποτε άλλο!» «Όχι, πείτε μου!

Και δίπλα εις το Τριμόρφι εκρέμαντο από καρφίον συνημμένα, εις τεμάχιον λευκού πέπλου τυλιγμένα, τα δύο στέφανα, τα στέφανα του γάμου. Α! ήρχοντο, ναι, ακόμα αι αναμνήσεις του γάμου, αλλ' ήρχοντο απαίσιαι, και κατ' άλλην όψιν.

Τα κουπιά της τρία, και τ' άλλα τυλιγμένα μέσα στο πανί., Παρακάτω στο μεσόστεγο του θωρηκτού στεκόντανε δώδεκα χονδρά μπουντέλια, και στο κουρζέτο μετρούσε δώδεκα χαλκάδες που δεν μπορούσε να καταλάβει τη χρήση τους. Οι σκιές των πραγμάτων απλωνόντανε παντού και προσπαθούσεν απ' αυτές να μαντέψει τα ίδια τα πράγματα.