United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένεκα δε του τοιούτου τρόπου της ζωής, Σιμμία και Κέβη, δεν είναι διόλου παράξενον ότι, αφ' ού εφαρμόση ταύτα κατά τον χωρισμόν της από το σώμα, δεν θα φοβηθή μήπως μερικοί άνεμοι φυσήσουν και την πάρουν και φύγη και πετώσα εδώ και εκεί χαθή και καταντήση τίποτε, ώστε να μη ευρίσκηται πουθενά.

Λέγει μ ο υ σ ι κ ή μ ε ή χ ο ν α ρ γ υ ρ ό ν, διότι δεν σας φέγγει τίποτε χρυσόν εσάς. Τότ’ η μουσική με ήχον αργυρόν μας παρηγορεί και μας βαλσαμώνει. Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Τι παληάνθρωπος είναι αυτός; Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Να 'πάγη να χαθή! Έλα, πηγαίνωμεν μέσα. Ν' ακο- λουθήσωμεν το λείψανον, κ' έπειτα τρώγομεν εδώ. Οδός εις Μάντουαν.

Η βασιλοπούλα Τουρανδότη, βλέποντας ότι ο Καλάφ διαλύει με ευκολίαν τα αινίγματά της, εθυμώθη και απεφάσισε να μην αφήση κανένα μέσον που να τον κάμη να χαθή. «Ποίον είνε εκείνο το δένδρον, του είπε, του οποίου όλα τα φύλλα είνε από την μίαν μεριάν μαύρα και από την άλλην άσπρακαι λέγοντας αυτά εξεσκέπασε το πρόσωπόν της, διά να τον κάμη με την ωραιοτάτην της μορφήν να συγχυσθή και να μην αποκριθή εις το προκείμενον, και με αυτόν τον τρόπον να τον κάμη να χαθή.

Εκείνος ο οποίος άπαξ θα εισέλθη εις αυτήν την οδόν, πρέπει να εξακολουθήση, άλλως αν δείξη επιείκειαν θα χαθή.

Και πάλιν άλλος υβριστής έλεγε• «Ποιος ηξεύρει εάν και αυτόςτο βαθουλό καράβι θα πλανάται μακράν των φίλων και χαθή, ωσάν τον Οδυσσέα; εις κόπους θα μας έβαζε τότε, να μοιρασθούμε τα κτήματ' όλα, αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, 335 να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που ήθε την πάρη νύμφη».

Κ' εχάθηκ' έτσι πάσα βοήθεια του κάθε φτωχού. Κ' εχάθηκ' έτσι κάθε παραθάρι... — Χααά! Ψαρή μ', κ' εξεχαστήκαμε... — Έτσι πια, ακούς του λόγου σου. απόμεινε καψόχηρα η Νάκο-Μήτραινα, η Ζαχαρούλα. Ζαχαρούλα τη λέγανε, κ' ήταν ζάχαρη κ' ήταν μέλι η καψούλα. Μα πάντα ο μεγαλοδύναμος, — δοξασμένο τόνομά του — , δεν αφίνει τον κόσμο να χαθή.

Και αυτή, την νύμφην της, «την είχε 'μόσιμο». Ηδύνατο να ακούη τοιούτον κακόηχον κρωγμόν; Μίαν ημέραν έχασε την υπομονήν και της λέγει: «Για να σου πω, γειτόνισσα, δεν μ' αρέσει να μ' το λες αυτό». Τότε η γραία στραφείσα της απεκρίθη: «Το ξέρω δα πως αμόνεις στ' όνομά της, γειτόνισσα· μα ησύχασε· το όνομά της δε θα χαθή!».

Οι βεράντες είτανε κι από τα δυο πλευρά του σπιτιού σκεπασμένες μ' αγριοκλήματα και το όλο έκανε την εντύπωση σπιτιού, που κιντύνευε να σκεπαστή από τα φυτά, να ταφή αποκάτω τους, να χαθή και να γίνη ένα με τη φύση.

Και να παραλλάξη ο δούλος μου κάπως τα λόγια ποτέ του βέβαια, βασιλιά, δεν θα τολμήση να φανερώση φυσικά πως του Λαΐου εσύ τον φόνον έκαμες μια κι ο Λοξίας εμάντευσε πως θα χαθή από το παιδί του. Αν και ποτέ δεν έκαμε το κρίμα εκείνος, αφού πολύ πρωτύτερά του, λες, είναι χαμένος.

Τα μάτια της ήταν μισοανοιγμένα, τα μαλλιά της τυλιγμένα γύρω της σε στριφτό σγουρό χρυσάφι κι από τα χείλη και τα μάγουλά της δεν είχε χαθή ακόμα το άνθισμα της κορασένιας νιότης.