United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


α’ ΥΠΗΡ. Πήγαινε συ. Από ξαντό κ' από αυγού ασπράδι εγώ θα κάμω αλοιφήν ν' αλείψω ταις πληγαίς του. Να ελεήσουν οι θεοί τον άτυχον τον γέρον! Εξέρχονται εκατέρωθεν. Εξοχή άδενδρος. Καλλίτερα η τύχη μου η καταφρονημένη παρά η καταφρόνησις με ψευτοκολακείαν! Της Μοίρας τ' απορριξιμιό, όσον βαθειά κι' αν πέση, δεν έχει τι να φοβηθή κ' ενόσω ζη ελπίζει.

Το εξής όμως ας μη φοβηθή ποτε κανείς εκ των Ελλήνων, ότι τάχα δεν πρέπει να ερευνώμεν τα θεία, αφού είμεθα θνητοί, αλλά να σκεφθή όλως το αντίθετον, ότι δηλαδή ούτε ανόητον είναι το θείον ούτε αγνοεί την φύσιν του ανθρώπου, αλλά γνωρίζει, ότι από την ιδικήν του διδασκαλίαν αυτός θα παρακολουθήση και θα μάθη τα διδασκόμενα.

Τι δε, καλέ μου, τάχα τι θα ημπορούσαν να ειπούν εκείνοι αι οποίοι αγνοούν τας δυνάμεις των δαιμόνων και των θεών και εν γένει όλης της φύσεως, ότι είναι δυνατόν ή αδύνατον κάτι τι από τα τοιαύτα; θυμάσαι, Χαιρεφών, προ τριών ημερών, τι μεγάλη που ήτον κακοκαιρία• και θα φοβηθή βέβαια κανείς, αν θυμηθή τας αστραπάς εκείνας και τας βροντάς, και τους δυνατούς ανέμους.

Ευθύς που η είδησις της υπανδρείας σου θέλει κηρυχθή εις τον κόσμον, όλοι οι βασιλείς θέλουν φοβηθή τον πενθερόν του Προφήτου, και όλες οι βασίλισσες θέλουν ζηλεύσει την μεγάλην σου ευτυχίαν. Η Σχυρίνα και η Μαλτούλα εκύτταζον η μία την άλλην ωσάν πως διά να συμβουλευθούν τι έπρεπε να στοχασθούν διά αυτά τα λόγια.

Τι στρατιώται, κνώδαλον, — ο Χάρος να σε πάρη! Με τα σαβανωμένα σου αυτά τα μάγουλά σου όποιος σε ιδή θα φοβηθή! Τι στρατιώται; λέγε! ΥΠΗΡΕΤΗΣ Οι Άγγλοι, ω αυθέντα μου. ΜΑΚΒΕΘ Φύγε απ' εδώ! Κρημνίσου!

Δηλαδή όστις τολμήση να θέση χείρα εις τον πατέρα του ή την μητέρα του ή τους προγόνους αυτών κακοποιών αυτούς, χωρίς να φοβηθή ούτε την εκδίκησιν των ουρανίων θεών ούτε τας πιστευομένας τιμωρίας των υποχθονίων, αλλά, ως να γνωρίζη όσα δεν γνωρίζει διόλου, περιφρονεί τα παλαιά και όσα όλοι λέγουν, και παρανομεί, αυτός έχει ανάγκην από την τελευταίαν θεραπείαν.

Εις τούτο λοιπόν το λύσιμον, επειδή νομίζει ότι δεν πρέπει να εναντιώνηται η ψυχή του αληθινού φιλοσόφου, διά τούτο αποφεύγει όσον ημπορεί και τας ευχαριστήσεις και τας επιθυμίας και τας λύπας και τους φόβους, επειδή σκέπτεται ότι, οπόταν ήθελε κανείς ευχαριστηθή δυνατά ή φοβηθή ή λυπηθή ή επιθυμήσει, δεν παθαίνει διόλου από αυτά κανέν κακόν τόσον μικρόν, όσον ήθελε νομίσει κανείς, οποίον παθαίνει λόγου χάριν ή όταν αρρωστήση ή όταν εξοδιάση τίποτε ένεκα των επιθυμιών του, αλλά παθαίνει εκείνο το οποίον είναι το μεγαλύτερον και το χειρότερον από όλα τα κακά, και χωρίς να το καταλαμβάνη.

Ύστερ' από λίγες μέρες μαφήκε κιο πυρετός, όχι από θαύμα, αλλά με το κινίνο. Ένας χριστιανός, ούτε γιατρός, ούτε μάγος, βρέθηκε κείπε να μου δίδουν κινίνο κάμποσες μέρες γραμμή. Σαν έγινα εντελώς καλά κείδε η μητέρα μου ότι άδικα είχε φοβηθή για την αρρώστεια μου, μου φανέρωσε την υποψία που τη βασάνισε και την έκαμε να φανή τόσο σκληρή στην άρρωστη.

Χίλιες και μία νύκτα απέρασαν που η Χαλιμά εδιηγούνταν του βασιλέως Αϊδήν τες ιστορίες, ο οποίος στοχαζόμενος με μεγάλον θαυμασμόν την αγχίνοιαν, την μνήμην, τες χάρες και επιτηδειότητες που αυτή η Χαλιμά είχε διά στολίδια, και που δεν εβαρύνετο να τες διηγάται, αλλά με μεγάλην προθυμίαν καθημερινώς εφεύρισκε νέες ιστορίες εις το διάστημα τόσου καιρού, με τα οποία νόστιμα και πολυποίκιλα διηγήματα αυτή τον έκαμε να παύση ολίγον κατ' ολίγον από το χαλεπόν μίσος, που έτρεφεν εναντίον εις την εμπιστοσύνην των γυναικών, που εστοχάζετο πως όλες δεν ήταν πιστές προς τους άνδρας τους, και μάλιστα, που στοχαζόμενος την φρόνησιν και γενναιότητα της αυτής Χαλιμάς, η οποία αυτοθελήτως ηθέλησε να γίνη γυναίκα του χωρίς ποσώς να φοβηθή τον θάνατον που έμελλε να λάβη καθώς τον έλαβαν και άλλες, οι προτερινές της, αποφάσισε τέλος πάντων να της χαρίση την ζωήν και να την κυρύξη διά ομόζυγόν του επί ζωής του· όθεν σηκωνόμενος από τον θρόνον του, και αγκαλιάζοντάς την, της είπεν· ω γλυκυτάτη και παμφιλτάτη μου Χαλιμά, βλέπω καλώτατα οι ωραίες, νόστιμες, και μακρυνές ιστορίες σου και τα εύμορφά σου διηγήματα, που από πολύν καιρόν με εκρατούσαν, εις περιδιάβασην, έγιναν εις του λόγου σου πολλά ωφέλιμες, και εμένα ηδυνήθησαν να μου καταπραΰνουν την αγανάκτησιν, που είχα προς την γυναικείαν φύσιν· όθεν νικώντας με αυτές εσύ την απόφασίν μου, και τους δεινούς νόμους, που αποφασιστικώς έκανα, σε δέχομαι μετά πάσης χαράς διά ομόζυγόν μου επί ζωής μου, και σε κηρύττω βασίλισσαν, να συμβασιλεύσης μαζή μου εις όλην σου την ζωήν· και εις το εξής θέλω, ότι όλον το Βασίλειόν μου να σε σέβεται, επειδή και εσύ εστάθης εκείνη, που ελευθέρωσες τόσας τρυφεράς κορασίδας από τον θάνατον, οι οποίες χωρίς πταίσμα ουδένα, έμελλαν να θυσιασθούν διά την μεγάλην μου οργήν και τον σκληρόν νόμον.

Εάν δε κανείς δεν υπακούη εις αυτά, όστις τον επιτύχη από τους πολίτας, χωρίς να είναι κάτω των τριάντα ετών εις την ηλικίαν, αν θέλη να τιμωρήση τον ορκιζόμενον, ας τον κτυπά χωρίς να φοβηθή τίποτε κακόν, αν δε αμελήση και δεν υπακούση, ας κατακριθή ως προδότης των νόμων.